Σε ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον της οικονομίας της Ρωσίας έχει αποδυθεί συντονισμένα η Δύση, με σκοπό να προκαλέσει οικονομική ασφυξία στη ρωσική οικονομία, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα, μπλοκάροντας τις διασυνδέσεις με το διεθνές σύστημα, ώστε να υπάρξει δυσαρέσκεια κατά του Βλαντιμίρ Πούτιν και των λεγόμενων ολιγαρχών οι οποίοι, μαζί με το στρατιωτικό κατεστημένο συνθέτουν τον σκληρό πυρήνα της ρωσικής εξουσίας.
Υπολογίζεται ότι η Δύση πάγωσε διαθέσιμα ύψους 1 τρισ. δολαρίων, ανάμεσα σε αυτά και περίπου τα 500 από τα 630 δισ. δολάρια συναλλαγματικών διαθεσίμων της Τράπεζας της Ρωσίας, τα οποία συγκέντρωνε η Μόσχα τα τελευταία χρόνια, εκμεταλλευόμενη και το εμπορικό πλεόνασμα των 13 δισ. δολαρίων που απέφεραν στη Ρωσία οι υψηλές τιμές της ενέργειας.
Η «λεπτομέρεια» της υπόθεσης είναι ότι -προς το παρόν, τουλάχιστον- οι κυρώσεις δεν έχουν αγγίξει την ενέργεια, ούτε τους υφιστάμενους αγωγούς φυσικού αερίου, ούτε την Gazprom Bank. Στον τομέα αυτό, «πάγωσε» ο αγωγός Nordstream 2, ο οποίος όμως δεν έχει τεθεί σε λειτουργία.
Η Ευρώπη εξαρτάται κατά 40% για τις εισαγωγές αερίου και κατά 25% για εκείνες του πετρελαίου, επομένως προς το παρόν ο τομέας μένει ανέγγιχτος, αν και ήδη η Ε.Ε. κάνει στροφή προς το -ακριβότερο- υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ, το Κατάρ, την Αλγερία και άλλους προμηθευτές.
Όλα δείχνουν ότι δεν πρόκειται πλέον για συγκυριακές κυρώσεις οι οποίες έχουν συγκεκριμένη στόχευση και θα αναιρεθούν εφόσον αλλάξει κάτι στο στρατιωτικό και διπλωματικό πεδίο, κάτι ανάλογο με κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στο παρελθόν σε χώρες όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα.
Πλέον διαφαίνεται στρατηγική διαφοροποίηση, η οποία τοποθετεί τη Δύση απέναντι στη Ρωσία και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για συσπείρωση της τελευταίας με την Κίνα και ένταξη στη σφαίρα επιρροής της.
Οι προτάσεις για σταδιακή ενσωμάτωση της Ρωσίας στις ευρωπαϊκές δομές, τις οποίες υποστήριζαν αρκετές φωνές στην Ευρώπη, φαίνεται ότι μπαίνουν στο συρτάρι της Ιστορίας και δικαιώνονται τα «γεράκια», κυρίως από τις ΗΠΑ, αλλά όχι μόνο, που δεν θέλουν τον πολυπολικό κόσμο και διακηρύσσουν ότι πλέον η Δύση και το σύστημα κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης είναι απέναντι σε μια Ανατολή με αυταρχικά καθεστώτα.
Δυστυχώς ο Πούτιν, με την αιματηρή και καταδικαστέα από κάθε άποψη εισβολή στην Ουκρανία, δικαίωσε αυτές τις απόψεις, οι οποίες τώρα επικρατούν μονολιθικά.
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι στο οικονομικό πεδίο οι τάσεις εδώ και χρόνια προμήνυαν το τέλος της «ανέφελης» παγκοσμιοποίησης και την επιστροφή σε ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό διεθνές περιβάλλον.
Πολύ πριν την πανδημία, τα στοιχεία των διεθνών εμπορικών ροών έδειχναν ότι η παγκοσμιοποίηση επιβραδυνόταν. Ο οικονομικός προστατευτισμός και οι τάσεις απόσυρσης των ΗΠΑ από τη διεθνή σκηνή είχαν εκδηλωθεί πριν ακόμα αναλάβει ο Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος θορυβωδώς υπέδειξε την Κίνα ως στρατηγικό αντίπαλο και ξεκίνησε εμπορικό πόλεμο.
Οι πολυεθνικές εταιρείες μιλούσαν για αποπαγκοσμιοποίηση και απεξάρτηση (decoupling) από τις παραγωγικές δομές τους σε άλλες ηπείρους ήδη πριν από την πανδημία. Η τελευταία επιτάχυνε τις εξελίξεις, καθώς ολοένα περισσότερες εταιρείες επαναπατρίζουν τμήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας τους που βρίσκονταν μακριά.
Πολλά think tanks εδώ και χρόνια περιγράφουν δυναμικές που οδηγούν σε ένα νέο συγκρουσιακό διπολισμό ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι εάν σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι διεθνείς σχέσεις μπορούν να διευθετούνται αναίμακτα, ή, αντιθέτως, ισχύει ότι οι οικονομικοί πόλεμοι συχνά εξελίσσονται σε πραγματικούς όπως είπε ο πρώην πρόεδρος και πρώην πρωθυπουργός της Ρωσίας Νμίτρι Μεντβέντεφ, απαντώντας στο Γάλλο υπουργό Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ ο οποίος νωρίτερα είχε κάνει λόγο για ολοκληρωτικό οικονομικό πόλεμο εις βάρος της ρωσικής οικονομίας.