Από τη δεκαετία του 1980 εφαρμόζεται το δόγμα της λεγόμενης «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον» για περιορισμό του ρόλου του κράτους, ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών -συμπεριλαμβανομένης και της αγοράς εργασίας- και αποφυγή των ελλειμμάτων στους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Το νέο οικονομικό δόγμα ανέτρεψε τη μεταπολεμική συναίνεση που βασιζόταν στις δημόσιες επενδύσεις, στο κράτος πρόνοιας, αλλά και στην κρατική βιομηχανία, η οποία επέτρεψε την ανοικοδόμηση μετά τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές απέκτησαν οικουμενικά χαρακτηριστικά, ταυτίστηκαν με τον λεγόμενο «νεοφιλελευθερισμό» και επεκτάθηκαν σε όλο τον δυτικό κόσμο. Πολύ γρήγορα υιοθετήθηκαν ακόμα και από τα σοσιαλδημοκρατικά ευρωπαϊκά κόμματα, τα οποία έχασαν έτσι και την ταυτότητά τους και τα στοιχεία διαφοροποίησής τους από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις.
Σήμερα, όμως, η πανδημία ξαναφέρνει στο προσκήνιο τον ρόλο του κράτους, των δημόσιων δαπανών και της κοινωνικής οικονομίας και όχι μόνο στον τομέα της Υγείας – άλλωστε, ούτε ακόμα και η Μάργκαρετ Θάτσερ, παρόλο που σάρωσε τα πάντα στην οικονομία της Βρετανίας τη δεκαετία του 1980, δεν «πείραξε» το Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Βλέπουμε σήμερα ότι οι πολυεθνικές του φαρμάκου -από τα ισχυρότερα λόμπι παγκοσμίως- μπορούν να προχωρήσουν την έρευνα για το εμβόλιο κατά του COVID-19 μόνο χάρη στις τεράστιες παραγγελίες και τη χρηματοδότηση από τα κράτη και υπόσχονται αποτελέσματα μέσα σε λίγους μήνες, κάτι που οι θεοποιημένες «δυνάμεις της αγοράς» δεν μπορούν να υποστηρίξουν μόνες τους.
Γιατί, λοιπόν, να μη γενικευτεί το μοντέλο αυτό και μετά την πανδημία για την έρευνα και την ανάπτυξη φαρμάκων και θεραπειών για άλλες ασθένειες που μαστίζουν την ανθρωπότητα; Γιατί να μη χορηγούνται από το κράτος όλα τα σημαντικά φάρμακα, όπως το μελλοντικό εμβόλιο για τον κορωνοϊό;
Προκαλεί επίσης η πανδημία ένα τεράστιο χτύπημα στην οικονομία και εκρηκτική αύξηση της ανεργίας, με αποτέλεσμα να χρειάζεται μαζική κρατική ενίσχυση για να κρατηθεί το σύστημα όρθιο.
Ακόμα και η ιστορικά δυσκίνητη Ε.Ε. έκανε ένα -αναγκαστικό- άλμα με το Ταμείο Ανάκαμψης, για να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη και τη μεταστροφή στην «πράσινη» οικονομία.
Είναι σαφές, όμως, ότι ακόμα κι αν -όπως φαίνεται σήμερα- ο κορωνοϊός τελικά νικηθεί από την Ιατρική και επιβεβαιωθούν οι πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις για επαναφορά σε ρυθμούς ραγδαίας ανάπτυξης, όταν η πανδημία τεθεί υπό έλεγχο, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο προηγούμενο καθεστώς «σαν να μη συνέβη τίποτα».
Η κρίση αναδεικνύει τη σημασία των δημόσιων αγαθών ξεκινώντας από το κορυφαίο, την Υγεία, αλλά και το δικαίωμα στην απασχόληση και την κοινωνική περίθαλψη, και φτάνοντας στην προστασία του περιβάλλοντος και την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής – η οποία είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τον κορωνοϊό, αλλά παραγνωρίζεται επειδή τοποθετείται στο μέλλον.
Οι κοινωνίες μπορεί να είναι ακόμα μουδιασμένες, έως τρομοκρατημένες, από την επέλαση της πανδημίας, το οικονομικό σοκ και τους αυστηρούς περιορισμούς που επιβάλλονται στις περισσότερες χώρες, αλλά διαμορφώνονται συνθήκες για μια νέα συναίνεση η οποία θα μοιάζει περισσότερο στο μεταπολεμικό μοντέλο όπου ένα ισχυρό κράτος θα συνυπάρχει με την ελεύθερη αγορά, όπου σημαντικές δημόσιες επενδύσεις θα στηρίζουν την απασχόληση, τη βελτίωση των υποδομών και το περιβάλλον και θα κινητοποιούν και τους ιδιώτες επενδυτές.
Μια συναίνεση για ένα οικονομικό μοντέλο που θα έχει στο επίκεντρο την κοινωνία και το περιβάλλον.