Οι εκλογές στο ΚΙΝ.ΑΛ. έχουν προκαλέσει το ευρύτερο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, ανάμεσα σε άλλα, επειδή ανάλογα με το ποιος θα νικήσει προκύπτουν διαφορετικά σενάρια μετεκλογικών συνεργασιών σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος.
Οι αμέσως επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική, αλλά η σημερινή κυβέρνηση άλλαξε το σύστημα ήδη από τους πρώτους μήνες της θητείας της και οι μεθεπόμενες θα γίνουν με ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής το οποίο πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα έτσι ώστε να αποκτά κοινοβουλευτική πλειοψηφία ευκολότερα – όχι πάντα.
Η κατάργηση της απλής αναλογικής έγινε με το επιχείρημα ότι η χώρα χρειάζεται ισχυρές και εν πάση περίπτωση αυτοδύναμες κυβερνήσεις και ότι δεν πρέπει να ανοίξει ο δρόμος στην ακυβερνησία.
Στην πραγματικότητα, όμως, το πολιτικό σύστημα χρειάζεται την απλή αναλογική για να εξελιχθεί και να ανταποκριθεί στις ανάγκες μετασχηματισμού της χώρας.
Τα εκλογικά συστήματα των τελευταίων δεκαετιών, που στις περισσότερες περιπτώσεις αναδείκνυαν αυτοδύναμες κυβερνήσεις, είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολυσυλλεκτικά κόμματα, τα οποία συσπείρωναν πρόσωπα και κοινωνικές ομάδες με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους.
Η συγκολλητική ουσία ήταν η προοπτική ανάληψης της εξουσίας, με κύριο, σχεδόν αποκλειστικό, σκοπό το κόμμα να αναλάβει τη διαχείριση του κράτους και μέσω αυτού να μοιράσει πόρους και να διαχειριστεί τα επιμέρους συγκρουόμενα συμφέροντα.
Και μιλάμε τόσο για τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα όπως εκείνα των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων για παράδειγμα, αλλά και τα αφανή συμφέροντα, των ομάδων πίεσης που λειτουργούν στο παρασκήνιο.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας περιλάμβαναν στους κόλπους τους δυνάμεις που εκτείνονταν από το Κέντρο έως τα άκρα – η μεν Ν.Δ. προς τα δεξιά, το δε παλιό ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά.
Ο προγραμματικός λόγος μικρές διαφορές είχε, καθώς το κάθε κόμμα έπρεπε να τους ικανοποιήσει… όλους, αφού οι βασικές δεξαμενές ψήφων ήταν ίδιες και ο πολιτικός ανταγωνισμός περιοριζόταν στο ύψος των παροχών που υποσχόταν η κάθε πλευρά.
Η κοινοβουλευτική διαδικασία αποδυναμώθηκε, καθώς η πραγματική εξουσία ήταν το κόμμα και οι βουλευτές πειθαρχούσαν τυφλά στην κομματική πειθαρχία.
Η κρίση και τα μνημόνια άλλαξαν βίαια το πολιτικό σκηνικό και το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε ακριβό τίμημα, καθώς συρρικνώθηκε σε μικρά ποσοστά, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στην κυβέρνηση και μετατράπηκε σε κόμμα εξουσίας – ή έστω βρίσκεται σε φάση τέτοιας μετεξέλιξης.
Η απλή αναλογική και οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι πλέον εκείνες που μπορούν να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά για να γίνουν οι απαραίτητες οικονομικές και θεσμικές αναδιαρθρώσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για να επιτευχθεί -ανάμεσα σε άλλα- η περίφημη «παραγωγική ανασυγκρότηση», την οποία όλοι δηλώνουν ότι επιθυμούν, αλλά ο καθένας εννοεί κάτι διαφορετικό.
Μια κυβέρνηση συνεργασίας πρέπει να εξασφαλίσει συναινέσεις, και γι’ αυτό πρέπει να πείθει με βάση προγραμματικές και ουσιαστικές πολιτικές συγκλίσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές.
Τα επιμέρους κοινωνικά συμφέροντα θα βρουν τη φωνή τους στα διαφορετικά κόμματα, χωρίς να πνίγονται από την πολυσυλλεκτικότητα και την κομματική πειθαρχία, και θα χρειάζονται συνεννοήσεις και συναινέσεις για να γίνουν συμμαχίες και να ληφθούν αποφάσεις.
Κάποιες εποχές οι συγκλίσεις θα γίνονται προς τα δεξιά και κάποιες άλλες θα γίνονται προς τα αριστερά.
Η εναλλαγή ίσως να έχει κάποια μειονεκτήματα, αλλά το βασικό πλεονέκτημα είναι ότι η Βουλή αναβαθμίζεται, ο έλεγχος είναι μεγαλύτερος και αποκτούν σημασία οι πολιτικές που εφαρμόζονται σε κάθε τομέα.
Είναι αλήθεια ότι από την απλή αναλογική και τις κυβερνήσεις συνεργασίας η Ν.Δ. έχει περισσότερα να χάσει από τους άλλους σχηματισμούς, καθώς έχει πιο έντονο τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα. Στη Ν.Δ. συνυπάρχουν φιλελεύθεροι με κρατιστές, κεντρώοι με ακροδεξιούς.
Δεν αποκλείεται οι κυβερνήσεις συνεργασίας να οδηγήσουν σε διασπάσεις, δημιουργία νέων κομμάτων, μικρότερων, αλλά με πιο ξεκάθαρες ιδεολογικές διαφοροποιήσεις και κοινωνικές αναφορές.
Τούτο, όμως, είναι απαραίτητο για να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να λειτουργήσει και στην Ελλάδα η πολιτική διαπραγμάτευση και συνεννόηση, όπως στις περισσότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές χώρες.