Υστερα από 40 χρόνια επικράτησης των λεγόμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ξεκίνησαν από τη Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ με τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρίγκαν, το κράτος επιστρέφει ως ο μεγάλος «διασώστης» της οικονομίας με επενδύσεις και δημόσιες δαπάνες.
Η μεγάλη αλλαγή ξεκινά από τις ΗΠΑ, όπου ήδη προωθούνται έργα υποδομών με δημόσιες επενδύσεις ύψους 2 τρισ. δολαρίων, ενώ αναμένεται και πρόγραμμα κοινωνικών δαπανών ύψους περί το 1 τρισ. δολάρια. Και αυτά πέραν των περίπου 5 τρισ. δολαρίων που έχουν κινητοποιηθεί το τελευταίο διάστημα ως απάντηση στην πανδημία. Προωθείται, επίσης, η αύξηση της φορολογίας στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων.
Στην Ευρώπη, οι πολιτικές ηγεσίες δείχνουν ακόμη να κοιμούνται «με τα τσαρούχια», καθώς οι διαδικασίες για το Ταμείο Ανάκαμψης -το οποίο διαθέτει ένα κλάσμα των κεφαλαίων που κινητοποιούν οι ΗΠΑ- κινούνται με ρυθμούς χελώνας και έχουν προς το παρόν μπλοκαριστεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, δείχνει προσκολλημένη στις πρακτικές προηγούμενων δεκαετιών, καθώς ο βασικός άξονας του πολυδιαφημισμένου προγράμματος «Ελλάδα 2.0» δύο πράγματα προτάσσει ως «μεταρρυθμίσεις»: Μεταφορά της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης στον ιδιωτικό τομέα και αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «ελαστικοποίηση» ή «ευελιξία» – λέξεις που αποτελούν απλώς ευφημισμούς για την κατάργηση αμοιβών και δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Την ίδια ώρα στις ΗΠΑ προωθούνται δημόσιες επενδύσεις και κοινωνικές δαπάνες μαμούθ, ενώ συζητείται και η αύξηση του ελάχιστου μισθού – σχέδιο που ίσως να μην περάσει, αλλά δείχνει το νέο πολιτικό πλαίσιο που αναδύεται.
Οι ΗΠΑ παραμένουν, βέβαια, προπύργιο του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς, αλλά η αλλαγή του «πολιτικού ανέμου» είναι εμφανής. Στην πραγματικότητα, η νέα ηγεσία στις ΗΠΑ αντιλαμβάνεται ότι για να διατηρηθεί ένα ελάχιστο πλαίσιο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής συνοχής χρειάζεται να παρέμβει μαζικά το κράτος.
Είναι ενδεικτικό ότι εκπρόσωποι επενδυτικών ομίλων «διαμαρτύρονται» γιατί επιλέγονται οι αμιγώς δημόσιες επενδύσεις και όχι οι συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα.
Σημαίνουσες προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου, ανάμεσα σε αυτούς και ο Λάρι Φινκ, επικεφαλής της Blackrock, της μεγαλύτερης επενδυτικής εταιρείας παγκοσμίως, δηλώνουν (Financial Times) ότι υπάρχουν τεράστιες ποσότητες ιδιωτικών κεφαλαίων που ευχαρίστως θα επένδυαν σε προγράμματα υποδομών. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, μάλιστα, κατηγορείται ως «παλιομοδίτης» επειδή επιλέγει τη δήθεν απαρχαιωμένη μέθοδο των δημοσίων επενδύσεων.
Ομως είναι ακριβώς οι δημόσιες επενδύσεις που μπορούν να απαντήσουν στο πρόβλημα της εποχής, που είναι η οικονομική στασιμότητα η οποία προϋπήρχε της πανδημίας, παρά τις τεράστιες ποσότητες χρήματος που διοχετεύουν στην αγορά οι κεντρικές τράπεζες.
Το νέο χρήμα που «τυπώνουν» ασταμάτητα οι κεντρικές τράπεζες κατά το μεγαλύτερο μέρος δεν φτάνει στην πραγματική οικονομία και την εργαζόμενη μεσαία τάξη, αλλά ανακυκλώνεται στα χρηματιστήρια, δημιουργώντας μια «φούσκα» που κάνει τους πλούσιους ακόμα πλουσιότερους.
Με τις δημόσιες επενδύσεις, όμως, δημιουργείται ένας ενάρετος κύκλος στον οποίο το χρήμα περνάει στην παραγωγή και την κατανάλωση, δημιουργεί απασχόληση και εισοδήματα.
Αλλωστε βασικό στοιχείο και της κεϋνσιανής σκέψης είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις δημιουργούν ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης και ισορροπίας στην οικονομία, το οποίο γίνεται καταλύτης για να κινητοποιηθούν και ιδιωτικές επενδύσεις.
Είναι φανερό ότι πνέει ένας νέος άνεμος στην παγκόσμια οικονομική πολιτική. Ας προσαρμόσει την πορεία της και η Ελλάδα, πριν να είναι αργά.