Με την πανδημία σε πλήρη εξέλιξη, κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη, αλλά είναι βέβαιο ότι το διαρκώς διογκούμενο ιδιωτικό χρέος αποτελεί νάρκη στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας, η οποία απειλεί να δυναμιτίσει κάθε προσπάθεια ανάκαμψης. Οι Αρχές έθεσαν ένα όριο εννέα μηνών στην αναστολή των τραπεζικών υποχρεώσεων για τους πληττόμενους από την πανδημία, η οποία τώρα εκπνέει και τα δάνεια πρέπει να πληρωθούν. Ομως η πανδημία δεν έληξε, αντιθέτως η κατάσταση παραμένει το ίδιο ή περισσότερο ασφυκτική για την πλειονότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Η κυβέρνηση έδωσε αρχικά αναστολή στην πληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων για 4 μήνες για όσους επλήγησαν από το πρώτο κύμα, αλλά στη συνέχεια οι πληρωμές τρέχουν κανονικά, εάν εξαιρέσουμε κάποιες επιμέρους διευκολύνσεις για οφειλές από ΦΠΑ και κάποιες ρυθμίσεις στο δεύτερο κύμα της πανδημίας.
Ενδεικτικό της αντιφατικότητας είναι, για παράδειγμα, ότι από τη μια η κυβέρνηση «χαρίζει» -και ορθά- το μεγαλύτερο μέρος του ενοικίου στις επιχειρήσεις που έκλεισαν λόγω πανδημίας, αλλά την ίδια στιγμή απαιτεί από τους φορολογούμενους που χάνουν το αντίστοιχο εισόδημα να πληρώνουν κανονικά την εφορία και τις τράπεζες.
Πώς δικαιολογείται να σχεδιάζεται η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης και των αναστολών στις πληρωμές τη στιγμή που έρχεται ίσως η πιο επικίνδυνη φάση της πανδημίας;
Είναι δε μάταιο να περιμένει κανείς ότι ακόμα και όταν η πανδημία τεθεί υπό έλεγχο, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις υποχρεώσεις τους και να εξοφλήσουν μάλιστα και όσες θα έχουν μεταφερθεί εξ αναστολής.
Ειδικά στο θέμα των τραπεζικών δανείων, υπολογίζεται ότι έχουν ανασταλεί οφειλές περίπου 25 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις, θα δημιουργηθούν νέα κόκκινα δάνεια ύψους τουλάχιστον 12 δισ. ευρώ το επόμενο διάστημα, ενώ θα προστεθούν και νέες οφειλές προς το Δημόσιο 8-10 δισ. ευρώ.
Είναι φανερό ότι το πρόβλημα των δανείων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από την αγορά, με τιτλοποιήσεις και πωλήσεις τραπεζικών δανείων στις διάφορες πτωχευτικές εταιρείες-funds ταυτόχρονα με πλειστηριασμούς στο πλαίσιο του νέου Πτωχευτικού. Κάτι τέτοιο θα είναι καταστροφικό όχι μόνο από την κοινωνική, αλλά και από την οικονομική σκοπιά, καθώς θα τεθεί εκτός μάχης μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Χρειάζονται τολμηρές πολιτικές από την κυβέρνηση με μακροχρόνιες ρυθμίσεις για τις οφειλές προς το Δημόσιο, αλλά και με δραστικά μέτρα για τον τραπεζικό κλάδο και τα κόκκινα δάνεια.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει παρουσιάσει ένα σχέδιο για μια «κακή τράπεζα», μια εταιρεία η οποία θα αναλάβει τα κόκκινα δάνεια, απαλλάσσοντας τις τράπεζες από το αντίστοιχο βάρος και δίνοντας μια διέξοδο για αποτελεσματική διαχείριση σε βάθος χρόνου. Είναι μια λύση η οποία θα έπρεπε να είχε υιοθετηθεί εδώ και χρόνια, όταν η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν στο αποκορύφωμά της, όπως έγινε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το σχέδιο δεν προχώρησε στην Ελλάδα λόγω των αντιστάσεων από διάφορες ομάδες πίεσης στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας. Αντ’ αυτού «κάηκαν» πάνω από 40 δισ. ευρώ για -ατελέσφορες- ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών.
Ασφαλώς, μια «κακή τράπεζα» έχει κάποιο κόστος για τις τράπεζες από τις τιτλοποιήσεις. Απαιτεί, επίσης, κρατική στήριξη για να λειτουργήσει, όπως άλλωστε συμβαίνει και με το πρόγραμμα τιτλοποίησης κόκκινων δανείων «Ηρακλής» που είναι εγγυημένο εν μέρει από το κράτος.
Καθώς λοιπόν όλα γίνονται με το χρήμα και την εγγύηση του φορολογούμενου, θα πρέπει και συνολικά η διαχείριση των κόκκινων δανείων να γίνει με γνώμονα το συμφέρον της εθνικής οικονομίας και της κοινωνίας και όχι τα υπερκέρδη των πτωχευτικών εταιρειών-funds.