Τελικά, οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής κρίσης την περασμένη δεκαετία έχουν με κάποιον τρόπο απολογηθεί ή έστω «εξηγηθεί» για τους χειρισμούς τους.
Η Ανγκελα Μέρκελ, που αποχωρεί ύστερα από 16 χρόνια στην καγκελαρία, δήλωσε ότι η πιο δύσκολη στιγμή της θητείας ήταν «όταν ζήτησα τόσα πολλά από τους πολίτες στην Ελλάδα».
Ασφαλώς δεν πρόκειται για καθαρό «mea culpa», αλλά είναι μια σαφής πολιτική τοποθέτηση που ενισχύει την κριτική που έχει γίνει από πολλές πλευρές για τα προγράμματα που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα μετά το 2010.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, που ήταν τότε γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, έχει δηλώσει από το 2018 ότι «κάναμε λάθος στην Ελλάδα». Είχαν προηγηθεί ειδικές εκθέσεις από ανεξάρτητες επιτροπές που επισήμαιναν τα λάθη της υπερβολικής λιτότητας.
Την ίδια χρονιά, λάθη παραδέχτηκε και ο πρώην πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος μάλιστα επισήμανε ότι με τα χρήματα του πρώτου μνημονίου του υποτιθέμενου «πακέτου διάσωσης της Ελλάδας» στην ουσία διασώθηκαν οι ξένοι επενδυτές που κατείχαν ελληνικά ομόλογα.
Λάθη αναγνώρισε και ο ίδιος ο ESM, το 2020, με ειδική έκθεση, στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ επισήμανε ότι η εμπειρία με την Ελλάδα οδηγεί σε αναθεώρηση των πολιτικών που θα εφαρμόζονται στο μέλλον.
Στην πραγματικότητα, όλοι αναγνωρίζουν ότι η χώρα μας ήταν ένα «πειραματόζωο» το οποίο πλήρωσε ακριβά τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν.
Βέβαια, η λέξη «λάθος» είναι παραπλανητική, καθώς παραπέμπει σε ακούσιες ενέργειες και άγνοια, τη στιγμή που πολλά απ’ όσα καταστροφικά έγιναν στη χώρα μας οφείλονταν σε σκληρές πολιτικές επιλογές και όχι σε εσφαλμένους υπολογισμούς ή τεχνοκρατική παράβλεψη.
Για τις πολιτικές επιλογές αυτές το κύριο βάρος φέρει η Ευρωζώνη, η οποία όμως φαίνεται ότι υιοθετεί το κλασικό «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται».
Το ίδιο, δυστυχώς, συνέβη και στην Ελλάδα, καθώς ουδέποτε έγινε ουσιαστική και σε βάθος αξιολόγηση όσων συνέβησαν την περίοδο των μνημονίων. Μια κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή έρευνας σε πολιτικό επίπεδο θα είχε αναδείξει τις ευθύνες της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, αλλά και εκείνες του εγχώριου πολιτικού προσωπικού. Με τον τρόπο αυτό θα είχε δημιουργηθεί το πολιτικό υπόβαθρο για να διεκδικήσει η χώρα μας «διόρθωση» των λαθών. Ολοι, όμως, στη χώρα μας και στο εξωτερικό προτίμησαν να θάψουν τα λάθη και τις ευθύνες τους.
Το ζήτημα, όμως, είναι ότι το «περασμένα – ξεχασμένα» δεν μπορεί να περάσει.
Γιατί, αν μη τι άλλο, τις συνέπειες των λαθών τις πληρώνει ακόμα η ελληνική οικονομία.
Το κεντρικό «λάθος» ήταν ότι όλοι αγνόησαν το αναπόδραστο γεγονός ότι το ελληνικό χρέος ήταν -και παραμένει- μη βιώσιμο. Το γενναίο κούρεμα που έπρεπε να έχει γίνει το 2010 δεν έγινε και έκτοτε εφαρμόζονται περιορισμένες, προσωρινές και ανεπαρκείς ρυθμίσεις, που στην ουσία μεταθέτουν το πρόβλημα στο μέλλον και στην πραγματικότητα το επιδεινώνουν.
Σήμερα, και λόγω της πανδημίας, το ελληνικό χρέος έχει εκτοξευτεί στο 236% του ΑΕΠ, το μεγαλύτερο ποσοστό στον κόσμο. Είναι προφανές ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να κάνει «ούτε βήμα». Τα δε κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με το μέγεθος των προβλημάτων και του αδιεξόδου.
Καθώς, λοιπόν, η Ε.Ε. αρχίζει τη συζήτηση για το μέλλον του Συμφώνου Σταθερότητας και τη ρύθμιση των χρεών της πανδημίας, η Ελλάδα πρέπει να προτάξει την ανάγκη συνολικής και ουσιαστικής επίλυσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, επικαλούμενη και το αντικειμενικό γεγονός των λανθασμένων χειρισμών που έγιναν στο παρελθόν.
Ηρθε η ώρα να διορθωθούν τα λάθη που έγιναν στην Ελλάδα. Διαφορετικά, η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να σηκώσει κεφάλι τα επόμενα χρόνια.