Υπό κανονικές συνθήκες, η υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων οφείλεται στην καλή εικόνα μιας οικονομίας και θεωρείται δείκτης εμπιστοσύνης στην οικονομική ευρωστία της.
Οσο πιο ισχυρή είναι η οικονομία μιας χώρας τόσο μεγαλώνει η ζήτηση για τα ομόλογά της, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και η τιμή τους, η οποία είναι αντιστρόφως ανάλογη της απόδοσης (ένα ομόλογο με αξία 100 ευρώ και τόκο 5% έχει απόδοση 2,5%, αν η τιμή του φτάσει στα 200 ευρώ).
Ωστόσο, σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική και οι αποδόσεις όλων των ομολόγων υποχωρούν όχι λόγω εμπιστοσύνης στις οικονομίες, αλλά επειδή οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν ασταμάτητα νέο χρήμα με το οποίο αγοράζουν ομόλογα κάθε είδους – ανάμεσα σε αυτά και ελληνικά.
Οι δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ την περασμένη εβδομάδα ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να προχωρήσει και σε νέες κινήσεις νομισματικής χαλάρωσης, εφόσον χρειαστεί, έδωσε το σήμα για νέο κύκλο ανόδου στις τιμές των ομολόγων, ο οποίος συμπίεσε τις αποδόσεις ακόμα χαμηλότερα. Οι επενδυτές ακολουθούν διότι γνωρίζουν ότι, αν έχουν στα χέρια τους ένα ομόλογο, ανά πάσα στιγμή μπορούν να το πουλήσουν… στην ΕΚΤ.
Επειδή, μάλιστα, τα «καλά» ομόλογα έχουν αρχίσει να στερεύουν, παρατηρείται το φαινόμενο οι επενδυτές να στρέφονται σε ομόλογα και άλλους τίτλους υψηλότερου ρίσκου, όπως είναι τα ελληνικά ομόλογα.
Ασφαλώς η νομισματική χαλάρωση διευκολύνει την Ελλάδα εν μέσω της καταστροφικής συγκυρίας που διανύουμε, αφού εν τέλει διευκολύνει τον δανεισμό του Δημοσίου.
Ωστόσο, δεν πρέπει να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις ότι η χαμηλή απόδοση των ελληνικών ομολόγων αντανακλά μια καλύτερη εικόνα για την οικονομία της χώρας. Ούτως ή άλλως, τα κρατικά ομόλογα που είναι σε κυκλοφορία στην αγορά είναι πολύ λίγα, περί τα 50 δισ. ευρώ, σε σύνολο δημόσιου χρέους άνω των 360 δισ. ευρώ, το οποίο κατά το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται στα χέρια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM).
Το τύπωμα χρήματος έχει προκαλέσει μια μεγάλη στρέβλωση, η οποία καλύπτει τα ρίσκα και κρύβει τα προβλήματα μέσα σε μια φούσκα χρήματος. Γι’ αυτό παρατηρείται και το φαινομενικά οξύμωρο: οι οικονομίες να πιέζονται και τα χρηματιστήρια να ανεβαίνουν.
Αρκετοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η παγκόσμια φούσκα αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει παρασύροντας και τους πιο αδύναμους κρίκους του συστήματος, στους οποίους εντάσσεται και η Ελλάδα.
H ελληνική οικονομία εξαρτάται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, ο οποίος έχει καταρρεύσει παγκοσμίως. Επιπλέον, η χώρα μας είναι υπερχρεωμένη και έχει περιορισμένα περιθώρια να δανειστεί για να χρηματοδοτήσει την «άμυνα» στην πανδημία και τη στρατηγική ανάκαμψης. Μέχρι και το ΔΝΤ πλέον συνιστά στα κράτη να δανειστούν για να βγάλουν τις οικονομίες από το τέλμα, αλλά η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στις χώρες που μπορούν να το κάνουν.
Ακόμα και τα έκτακτα ευρωπαϊκά κονδύλια ανάκαμψης που αναμένονται απαιτούν και εθνική συμμετοχή, η οποία είναι δύσκολη για τη χώρα μας.
Αλλά και το σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. εγκρίθηκε μεν από τη Σύνοδο Κορυφής του καλοκαιριού, αλλά δεν έχει ακόμα οριστικοποιηθεί και βρίσκεται στη διαδικασία διαπραγμάτευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τα χρήματα θα αργήσουν και μαζί με αυτά και η ανάκαμψη.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η συγκυρία δεν προσφέρεται ούτε για επανάπαυση, ούτε για αισιόδοξες ερμηνείες και προβλέψεις περί απότομης ανάκαμψης, όπως αυτές που περιλαμβάνονται στον νέο Προϋπολογισμό.