Η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος δίνουν αισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας και τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, της αξίας του συνόλου των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται στην Ελλάδα, προβλέψεις που επιβεβαιώνονται και από την Κομισιόν. Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας την περασμένη εβδομάδα διατύπωσε την εκτίμηση για αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 7% φέτος και 5% το 2022, ενώ η Κομισιόν προβλέπει μεγέθυνση 7,1% φέτος και 5,2% για το 2022.
Ολες αυτές οι εκτιμήσεις είναι υψηλότερες από τις αρχικές της κυβέρνησης, εκτός από το 2023, για το οποίο η Κομισιόν υπολογίζει αύξηση 3,6%, έναντι 4,1% που έχει υπολογίσει το υπουργείο Οικονομικών στον προϋπολογισμό.
Η κυβέρνηση, όπως είναι λογικό, αναδεικνύει τις προβλέψεις αυτές και τις επικαλείται ως τεκμήριο επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής αλλά και ως απόδειξη ότι η οικονομία μετασχηματίζεται και είναι έτοιμη να προσελκύσει επενδύσεις.
Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσο η σημαντική οικονομική μεγέθυνση αντανακλά βαθύτερες αλλαγές και θα έχει διάρκεια ή αν αντιθέτως πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο. Η οικονομική ανάκαμψη κατά μεγάλο μέρος είναι αποτέλεσμα της αναμενόμενης εκτίναξης ύστερα από τη μεγάλη συμπίεση λόγω της καραντίνας.
Το δεύτερο τρίμηνο φέτος η αξία του ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 16,2%, ενώ πέρυσι το ίδιο διάστημα είχε υποχωρήσει κατά 13,9%. Η άνοδος είναι μεγαλύτερη από την πτώση και είναι φανερό ότι υπάρχει το «φαινόμενο του ελατηρίου», όπως άλλωστε συνέβη σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης.
Η εκτίναξη αυτή οφείλεται στο ότι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις επανήλθαν σε πλήρη «λειτουργία», ενώ ταυτόχρονα υπήρξε σημαντική οικονομική στήριξη από το κράτος. Διοχετεύτηκαν στην οικονομία περί τα 40 δισ. ευρώ, με πολύ χαμηλό κόστος χρήματος λόγω των έκτακτων μέτρων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Οι εξελίξεις αυτές είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτες, αλλά δεν υποδηλώνουν αλλαγές στο οικονομικό μοντέλο της χώρας, ενώ πρόκειται για μάλλον εφήμερες καταστάσεις. Στην ουσία, λόγω της πανδημίας, εφαρμόστηκαν, όπως σε όλη την Ευρώπη, επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές, οι οποίες δεν θα συνεχιστούν, καθώς τα μέτρα στήριξης αποσύρονται, ενώ επανέρχεται το δόγμα του «λιγότερου κράτους» και των ιδιωτικοποιήσεων.
Σημαντική ανάκαμψη σημείωσε βέβαια και ο τουρισμός, ο οποίος, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, θα κινηθεί ακόμα υψηλότερα τον επόμενο χρόνο, αλλά ο συγκεκριμένος τομέας ήταν πάντα το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας και δεν πρόκειται για διαρθρωτική αλλαγή.
Δεν καταγράφεται σημαντική αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, σε βαθμό τέτοιο που να προαναγγέλλεται ένα οικονομικό άλμα, ένας οικονομικός μετασχηματισμός, ο οποίος είναι απαραίτητος για να περάσει η ελληνική οικονομία σε διατηρήσιμους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Αντίθετα, το επόμενο διάστημα πολλά από τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα και τροφοδοτούν τη μεγέθυνση του ΑΕΠ θα πάψουν να υπάρχουν. Το κράτος, αντί να μοιράζει χρήμα θα αρχίσει να… μαζεύει για να καλύψει το έλλειμμα που δημιουργήθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό. Μέχρι το 2023, το έλλειμμα των περίπου 12 δισ. ευρώ, θα πρέπει να μειωθεί σε 1 δισ. ευρώ περίπου.
Η μεν κυβέρνηση υπολογίζει ότι η οικονομική ανάκαμψη θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθούν τα έσοδα του Δημοσίου, αλλά μένει να φανεί πόσο από το έλλειμμα μπορεί να καλυφθεί με τον τρόπο αυτό. Είναι βέβαιο πάντως ότι κάποια τμήματα της κοινωνίας και της αγοράς θα σηκώσουν το βάρος της προσαρμογής αυτής των 11 δισ. ευρώ και ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις στην κατανάλωση και στο ΑΕΠ. Και τούτο θα συμβεί τη στιγμή που θα εξελίσσονται πλειστηριασμοί και άλλα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης των κόκκινων δανείων και θα έχει αρχίσει και η αποπληρωμή των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας.
Το κακό με τα ελατήρια είναι ότι εκτινάσσονται ύστερα από τη συμπίεση, αλλά στη συνέχεια επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση.