Η κυβέρνηση ανακοίνωσε φορολογικές ρυθμίσεις για ελάφρυνση επιχειρήσεων και επαγγελματιών, οι οποίες είναι μεν σε θετική κατεύθυνση, αλλά δεν απαντούν ουσιαστικά στο βουνό φορολογικών και άλλων προβλημάτων που είναι μπροστά μας. Ανακοίνωσε μείωση της προκαταβολής φόρου, στο 50% για τα φυσικά πρόσωπα (ελεύθεροι επαγγελματίες και άλλοι αυτοαπασχολούμενοι) και στο 70% για τις εταιρείες το 2020.
Για τις τελευταίες, ο συντελεστής θα πάει στο 80% το 2022. Στις εξαγγελίες περιλαμβάνεται και η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις κατηγορίες αυτές στο 22% από το 24% για το επόμενο έτος. Για το 2002 προβλέπεται επίσης νέα αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης καθώς και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους μισθωτούς.
Ωραία και καλά όλα αυτά. Προσφέρονται μάλιστα για ευχάριστες πολιτικές ανακοινώσεις μέσα στο «μαύρο» οικονομικό κλίμα της δύσκολης περιόδου που διανύουμε.
Η συμβολή όμως των μέτρων αυτών θα είναι θετική, αλλά πολύ μικρή και στην πραγματικότητα ευνοεί κυρίως επιχειρήσεις που εθίγησαν λιγότερο από την πανδημία ή και καθόλου.
Η προκαταβολή φόρου είναι χωρίς αμφιβολία ένα βάρος που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να καταργηθεί τελείως. Ας δεχθούμε, όμως, ότι κάθε μείωση είναι ευπρόσδεκτη.
Πόσες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες ωστόσο θα εμφανίσουν κέρδη το 2020 ώστε να πληρώσουν μικρότερη προκαταβολή;
Το ερώτημα είναι κατεξοχήν ρητορικό, αφού όλοι γνωρίζουμε ότι οι περισσότερες μικρομεσαίες παραμένουν κλειστές ή υπολειτουργούν για μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα έχουν κέρδη για το 2020.
Αλλά και οι μειώσεις φόρων ισχύουν για το 2022.
Επομένως τα μέτρα αυτά, παρότι ευπρόσδεκτα, δεν απαντούν στα μεγάλα προβλήματα των επιχειρήσεων σήμερα, που είναι η έλλειψη τζίρου, η απουσία ρευστότητας και η αδυναμία εξυπηρέτησης οφειλών, οι οποίες κατά μεγάλο μέρος συνεχίζουν να συσσωρεύονται.
Αυτές είναι οι μεγάλες δυσκολίες και όχι η υψηλή φορολογία στα επιχειρηματικά κέρδη.
Στην πραγματικότητα, κέρδη θα έχουν κυρίως επιχειρήσεις που για διάφορους λόγους δεν εθίγησαν από τα μέτρα κατά της πανδημίας, οι οποίες ανήκουν σε κλάδους που λειτουργούν συνεχώς ή σε εκείνους που ευνοήθηκαν, όπως τα τρόφιμα, το φαρμακευτικό υλικό, οι διαδικτυακές υπηρεσίες κ.ά. Κατά τεκμήριο, δε, από τη μείωση της φορολογίας των κερδών θα ευνοηθούν κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις και όχι μικρομεσαίες.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, μικρομεσαίες αλλά και μεγαλύτερες, διαχρονικά κρύβουν τα κέρδη τους και φοροδιαφεύγουν, αλλά στην τρέχουσα συγκυρία δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Το ζήτημα είναι πώς θα τονωθεί πάλι η αγορά συνολικά και για να γίνει αυτό πρέπει να επιβιώσουν οικονομικά όσο το δυνατόν περισσότεροι.
Δεν είναι τώρα η στιγμή να ξεκαθαρίσει το οικονομικό τοπίο από επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονται «μη ανταγωνιστικές» με το πρόσχημα ότι δεν φταίει η πανδημία, αλλά οι χρόνιες και προϋπάρχουσες στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας.
Δεν επιτρέπεται να πεταχτούν στον οικονομικό Καιάδα γενικώς οι μικρές επιχειρήσεις που γονάτισαν από την πανδημία υπό το πρόσχημα της έλλειψης ανταγωνιστικότητας και στο όνομα κάποιων ιδεολογικών αγκυλώσεων.
Είναι αναγκαίο ένα συνολικό σύστημα χρονικής μετάθεσης και διευθέτησης των πάσης φύσεων οφειλών προς το Δημόσιο έτσι ώστε αυτά… να μην πέσουν στο κεφάλι των φυσικών και νομικών προσώπων την επόμενη μέρα. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει και για τις τραπεζικές οφειλές.
Θα πρέπει επίσης να παραταθεί η στήριξη στους ευάλωτους και να δημιουργηθούν συνθήκες παροχής ρευστότητας στην πλειονότητα των επιχειρήσεων που δεν έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.