Ένα είναι το ερώτημα που απασχολεί οικονομολόγους και αναλυτές διεθνώς, το τελευταίο διάστημα: έχουν βάση οι προβλέψεις ότι επίκειται… θριαμβευτική επανεμφάνιση του πληθωρισμού με αύξηση των τιμών ή όχι;
Το ερώτημα δεν είναι μια θεωρητική απορία κάποιων ειδικών, αλλά ένα καυτό ζήτημα με τεράστιες προεκτάσεις, αφού εάν πράγματι αποδειχθεί ότι έρχεται ένας νέος οικονομικός κύκλος με πληθωριστικές πιέσεις και αυξήσεις τιμών, αυτό θα σημάνει ανατροπή του σκηνικού της τελευταίας 12ετίας, το οποίο βασίζεται στα μηδενικά επιτόκια και στο τύπωμα χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες.
Η εμφάνιση πληθωρισμού θα υποχρεώσει, αργά ή γρήγορα, τις κεντρικές τράπεζες να ανεβάσουν τα επιτόκια αλλά και να σταματήσουν να δημιουργούν νέο χρήμα το οποίο διοχετεύουν στην αγορά – όπως κάνουν σχεδόν ασταμάτητα τα τελευταία 12 χρόνια.
Εάν η εικόνα αντιστραφεί και τα επιτόκια αρχίσουν να ανεβαίνουν, πολλά μπορεί να συμβούν.
Το πρώτο που φοβούνται αρκετοί οικονομολόγοι είναι ότι πολλές χώρες, εταιρείες αλλά και νοικοκυριά μπορεί να βαρέσουν κανόνι, φτάνοντας σε αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους με τα υψηλότερα επιτόκια.
Αλλος φόβος είναι ότι το τέλος του φθηνού χρήματος θα βάλει τέλος και στον ανοδικό κύκλο των χρηματιστηρίων, ο οποίος εξελίσσεται και αυτός τα τελευταία 11 χρόνια, τροφοδοτούμενος και αυτός από το τύπωμα χρήματος.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι χαλαρές νομισματικές πολιτικές που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργήσει μια φούσκα στα χρηματιστήρια, η οποία περιμένει μια αφορμή για να σκάσει.
Οι κεντρικές τράπεζες, για να αντιμετωπίσουν αρχικά την ύφεση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και τώρα πλέον τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, έχουν πλημμυρίσει με φθηνό χρήμα την παγκόσμια αγορά. Το κάνουν αυτό με τα χαμηλά επιτόκια και με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, που βασίζονται στη δημιουργία νέου χρήματος (εξ ου το τύπωμα χρήματος), με το οποίο αγοράζουν ομόλογα από τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές και άλλους επενδυτές. Υπολογίζεται ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν διοχετεύσει συνολικά στην παγκόσμια αγορά περισσότερα από 27 τρισ. δολάρια από το 2008 μέχρι σήμερα. Καθώς οι οικονομίες ήταν στάσιμες ή σε ύφεση, το νέο χρήμα δεν δημιούργησε πληθωρισμό, όπως θα γινόταν υπό κανονικές συνθήκες. Μέχρι τώρα το πρόβλημα ήταν αντίστροφο, συχνά υπήρχε αποπληθωρισμός, δηλαδή οι τιμές υποχωρούσαν, δημιουργώντας αντικίνητρα για επενδύσεις και κατανάλωση.
Στο πλαίσιο αυτό, το φθηνό χρήμα στήριξε τις επιχειρήσεις και την αγορά, καθώς και τα κράτη, τα οποία με την πανδημία δανείζονται πάμφθηνα για να χρηματοδοτήσουν τις πολιτικές στήριξης με δημόσιο χρήμα.
Ομως ένα σημαντικό ποσοστό των χρημάτων που τυπώνουν οι κεντρικές τράπεζες επενδύεται τελικά στα χρηματιστήρια, γεγονός που ωθεί τις τιμές των μετοχών όλο και υψηλότερα.
Είναι χαρακτηριστικό το σύνθημα των επενδυτών τα τελευταία χρόνια: «Τα κακά νέα (σ.σ.: για την οικονομία) είναι καλά νέα (σ.σ.: για τα χρηματιστήρια)», αφού όλοι ξέρουν ότι όταν οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώνονται, οι κεντρικές τράπεζες θα ρίξουν κι άλλο χρήμα για να στηρίξουν την οικονομία, οπότε θα ενισχυθούν οι τιμές των μετοχών.
Η ειρωνεία είναι ότι το σύνθημα μπορεί να αντιστραφεί τώρα, καθώς τα καλά νέα για την οικονομία μπορεί να φέρουν κακές ειδήσεις για τα χρηματιστήρια.
Ο βασικός λόγος για τον οποίο ενισχύονται οι πληθωριστικές προσδοκίες είναι η πρόβλεψη ότι στις ΗΠΑ το νέο πακέτο οικονομικής στήριξης της οικονομίας του νέου προέδρου Τζο Μπάιντεν θα φέρει σημαντική οικονομική ανάκαμψη, η οποία θα εξαλείψει την ανεργία και θα τονώσει την κατανάλωση, με αποτέλεσμα η ζήτηση να προκαλέσει αύξηση των τιμών (πληθωρισμός).
Εάν μάλιστα η εξέλιξη αυτή συμπέσει με την αναχαίτιση της πανδημίας λόγω των εμβολίων, η ανάκαμψη θα είναι ακόμα πιο έντονη και η ζήτηση ακόμα ισχυρότερη, αφού αρκετοί οικονομολόγοι προβλέπουν ότι το τέλος της πανδημίας θα λειτουργήσει σαν ελατήριο για τις οικονομίες παγκοσμίως, εκτοξεύοντας την κατανάλωση.
Στην περίπτωση αυτή είναι βέβαιο ότι οι κεντρικές τράπεζες θα αναγκαστούν να «μαζέψουν» το χρήμα που έχουν ρίξει στην αγορά και το πρώτο μέτρο που θα πρέπει να πάρουν είναι να αυξήσουν τα επιτόκια.
Βέβαια, υπάρχει και η θεωρία ότι μετά την πανδημία τα μέτρα στήριξης θα αποσυρθούν, οπότε η ανεργία θα αυξηθεί απορροφώντας σε κάποιον βαθμό τον πληθωρισμό.
Προς το παρόν, οι κεντρικοί τραπεζίτες δηλώνουν με κάθε ευκαιρία ότι δεν πρόκειται να σταματήσουν να στηρίζουν τις οικονομίες και θα συνεχίσουν τις χαλαρές νομισματικές πολιτικές για όσο χρειάζεται. Σχετικές δηλώσεις έκανε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Τζερόμ Πάουελ την περασμένη εβδομάδα μιλώντας στο Κογκρέσο, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ.
Βέβαια η κυρία Λαγκάρντ, την περασμένη εβδομάδα, εξέφρασε την ανησυχία της ΕΚΤ για το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα αυξάνονται οι αποδόσεις (επιτόκια) των ομολόγων παγκοσμίως.
Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ, που θεωρείται το παγκόσμιο βαρόμετρο, ξεπέρασε την περασμένη εβδομάδα το 1,4%, ενώ πέρσι ήταν στο 0,9%, ενώ ανοδικά κινήθηκαν το τελευταίο διάστημα και οι αποδόσεις στα κρατικά ομόλογα των περισσότερων χωρών.
Οι αποδόσεις ανεβαίνουν επειδή οι επενδυτές πουλάνε τα ομόλογα με τα χαμηλά επιτόκια που έχουν στα χέρια τους, προβλέποντας ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν. Οι πωλήσεις ρίχνουν την τιμή των ομολόγων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η απόδοσή τους, η οποία κινείται αντίστροφα (ένα ομόλογο με τιμή 100 που δίνει τόκο 5 έχει απόδοση 5%, εάν όμως η τιμή πέσει στα 50, τότε με τον ίδιο τόκο η απόδοση γίνεται 10%).
Είναι μια σαφής ένδειξη ότι οι αγορές βλέπουν στο βάθος πληθωρισμό και υψηλότερα επιτόκια, κάτι που, εάν επιβεβαιωθεί, θα εμποδίσει τις κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν τις χαλαρές νομισματικές πολιτικές τους.