Αποτελεί μια κατάσταση την οποία έχεις βιώσει αρκετές φορές. Ακριβώς το ίδιο θα σου έχουν πει και όσοι έχουν συζητήσει μαζί σου, αφού όλοι αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα: τα καύσιμα στην Ελλάδα έχουν υψηλές τιμές. Η αλήθεια είναι πως οι τιμές των καυσίμων στην Ελλάδα δεν είναι απλώς υψηλές. Είναι σταθερά υψηλότερες από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. και μετά και πριν από τους φόρους. Και για αυτό υπάρχουν λογικές εξηγήσεις, πέραν των όσων ακούγονται στις συζητήσεις με φίλους και φτάνουν στα όρια της υπερβολής και, ενίοτε, της τερατολογίας. Προσωπικά, έχω ακούσει άνθρωπο να λέει πως «οι τιμές της βενζίνης είναι στα ύψη επειδή το ήθελαν οι Ισραηλινοί, γι’ αυτό και κάνουν επίθεση στους Παλαιστίνιους».
Πέραν από τις άρες-μάρες που είναι πολύ πιθανό να ακούσετε για το ίδιο θέμα, το ότι έχουμε ακριβά καύσιμα στη Ελλάδα ούτε είναι κάτι νέο ούτε συζητείται μόνο από τους καταναλωτές. Κατά καιρούς, έχει απασχολήσει και τις αρμόδιες αρχές και τους φορείς της αγοράς πετρελαιοειδών. Η οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, ενίοτε χαρακτηρίζεται από έντονα φαινόμενα παραβατικότητας και αθέμιτου ανταγωνισμού – όλα αυτά εις βάρος υγιών επιχειρήσεων. Το υπέροχο είναι πως η αγορά πετρελαιοειδών δεν έχει συμμορφωθεί -μέχρι και σήμερα- με τα μέτρα τα οποία έχουν θεσμοθετηθεί από το… 2012, για την αντιμετώπιση τόσο της παραβατικότητας όσο και του ελλείμματος ανταγωνισμού και κάπως έτσι οι πολίτες της Ελλάδας επιβαρύνονται διπλά: και ως καταναλωτές από τις υψηλές τιμές, αλλά και ως φορολογούμενοι από τις απώλειες δημοσίων εσόδων εκατοντάδων εκατ. ευρώ, κάθε χρόνο.
Την ίδια στιγμή, το ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ακριβότερες αγορές της Ευρώπης στις τιμές των καυσίμων, το επιβεβαιώνουν και τα πρόσφατα στοιχεία από τη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας της Ε.Ε. Σε αυτό, προσθέστε πως η πορεία της πιο πρόσφατης έρευνας της Επιτροπής Ανταγωνισμού καταδεικνύει τη δυστοκία των αρμοδίων αρχών να αντιμετωπιστούν ρυθμιστικά εμπόδια για τη βελτίωση του ανταγωνισμού και την εξομάλυνση των τιμών. Μιλώντας για αυτές, η λιανική τιμή της αμόλυβδης (μετά από φόρους) στην Ελλάδα είναι η τρίτη ακριβότερη στην Ευρώπη, μετά την Ολλανδία και τη Δανία. Όπου, όπως όλοι ξέρουμε, οι μέσοι μισθοί στη χώρα μας δεν συγκρίνονται με τις προαναφερθείσες.
Πώς φτάνουμε, όμως, σε αυτές τις υψηλές τιμές; Η λιανική τιμή των καυσίμων (τιμή αντλίας) διαμορφώνεται σε τρία στάδια. Πρώτο είναι η διεθνής τιμή των προϊόντων (βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης κ.λπ.) που αποτελεί τη βάση της τιμής πώλησης των διυλιστηρίων. Πάνω στη διυλιστηριακή τιμή οι εταιρείες εμπορίας προσθέτουν τα δικά τους λειτουργικά και διαχειριστικά κόστη και ένα περιθώριο κέρδους για να διαμορφώσουν την τιμή πώλησης στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας – σχεδόν 5,5 χιλιάδες πρατήρια στην Ελλάδα. Στην τιμή της αντλίας προστίθενται και τα λειτουργικά κόστη και το περιθώριο κέρδους των πρατηρίων. Εδώ, να θυμίσω ότι υπάρχει πλαφόν στο περιθώριο κέρδους -επιβλήθηκε με νόμο τον Σεπτέμβριο του 2021- για εταιρείες εμπορίας και πρατήρια. Αλλά αυτό, από μόνο του, δεν λέει κάτι, όπως αποδεικνύεται.
Τη δική τους σφραγίδα στην αύξηση του κόστους των καυσίμων έχουν οι φόροι και οι δασμοί, οι οποίοι στη χώρα μας κινούνται -σταθερά- πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Για την ακρίβεια, η Ελλάδα έχει την τέταρτη υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στην αμόλυβδη βενζίνη μεταξύ των μελών της ΕΕ (μετά την Ολλανδία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία), ξεπερνώντας κατά 20% τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για παράδειγμα, από 15/1/2021 έως και 15/7/2023 ο ΕΦΚ και ο ΦΠΑ αποτελούσαν το 50%-60% της τελικής τιμής του προϊόντος, ανάλογα με τη διεθνή τιμή. Η τιμή του διυλιστηρίου αποτελεί μεταξύ 30% και 47% της τελικής τιμής καταναλωτή, ενώ το περιθώριο κέρδους εταιρειών και πρατηρίων αποτελεί το 3%-9%.
Άρα, η υπερ-φορολόγηση από το ελληνικό κράτος,, σε συνδυασμό με την ήδη υψηλή διεθνή τιμή είναι οι βασικοί παράγοντες για τα όσα πληρώνει ο καταναλωτής; Κάποιοι θα απαντήσουν «ναι», άλλοι θα το αρνηθούν, αλλά το βέβαιο είναι πως οι τιμές προ φόρων βενζίνης και πετρελαίου κίνησης -πάντα στην Ελλάδα- αποκλίνουν προς τα πάνω από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών. Και αυτό δεν εξηγείται ούτε από τη διακύμανση των διεθνών τιμών ούτε από την υψηλή φορολογία. Ολο αυτό δεν είναι αποκύημα ανθρώπων που κάνουν ρεπορτάζ και απλώς, «γκρινιάζουν», το όλο ζήτημα αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Οχι εσχάτως, αλλά εδώ και -σχεδόν- είκοσι χρόνια.
Φυσικά, όλα αυτά τα χρόνια, και αυτεπάγγελτες έρευνες έγιναν και πρόστιμα μπήκαν σε εταιρείες, όπως και λουκέτα. Επίσης, η Επιτροπή εισηγήθηκε στο ελληνικό κράτος πολλά μέτρα για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός όπου, ως συνήθως, κάποια απορρίφθηκαν, κάποια υιοθετήθηκαν και κάποια εφαρμόστηκαν επιδερμικά. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεχίζει να αξιολογεί εάν επικρατούν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού στα τρία στάδια παραγωγής και διανομής καυσίμων στην ελληνική αγορά, ενώ είναι δεδομένο πως επικρατεί το φαινόμενο της «ρουκέτας και του φτερού» (Rockets and Feathers). Οπερ, οι τιμές λιανικής αυξάνονται αμέσως όταν αυξάνεται η διεθνής τιμή, αλλά μειώνονται με αργό ρυθμό όταν υποχωρεί η διεθνής τιμή – θαύμα, θαύμα.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή», ενώ η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει ολοκληρώσει την έρευνά της, έως τώρα δεν έχει ανακοινώσει αποτελέσματα, κάτι που αναμενόταν τον Οκτώβριο του 2023 ή το αργότερο μέχρι το τέλος του ίδιου έτους. Και, πια, έχουμε Μάιο 2024. Οπως λένε οι πληροφορίες, η Επιτροπή δεν επιβεβαίωσε το φαινόμενο της ασύμμετρης προσαρμογής των τιμών στα διάφορα στάδια της αγοράς. Συνέχισε, ωστόσο, την έρευνα με νέα ερωτηματολόγια προς διυλιστήρια, εταιρείες και πρατήρια για να αξιολογήσει το μείζον θέμα που απασχόλησε δύο προηγούμενες κανονιστικές πράξεις: το ζήτημα της τιμολόγησης των αποθεμάτων ασφαλείας και το κατά πόσον εξακολουθεί να στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.
Κάπως έτσι, οι τιμές στα πρατήρια παραμένουν στα ύψη και η χώρα μας παίζει στην ευρωπαϊκή τριάδα της ακρίβειας. Ο Paul Carvel, Βέλγος συγγραφέας και γνωμικογράφος, είχε γράψει «η επιθυμία είναι το καύσιμο της καρδιάς». Από αυτό όμως στην Ελλάδα δεν πάσχουμε: έχουμε επιθυμία να φουλάρουμε τα ντεπόζιτα στα οχήματά μας, αλλά μας πιάνει η καρδιά μας όταν βλέπουμε τις τιμές, ενώ μας έρχεται η κοινή ερώτηση: «θα αλλάξει, κάποια στιγμή, όλο αυτό;».