Ανάλογη αστοχία καταγράφεται και στα γκάλοπ που έγιναν στις ευρωπαϊκές χώρες, όπου γενικώς «πιάνουν» την τάση των εκλογικών αποτελεσμάτων αλλά απέχουν δραματικά από το τελικό αριθμητικό αποτέλεσμα. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, με τελευταίο ηχηρό παράδειγμα τις εσωκομματικές εκλογές του ΠΑΣΟΚ. Τόσο στη χώρα μας, όσο και στο εξωτερικό πολλοί είναι εκείνοι που αποδίδουν την… αποτυχία στην «πονηρή» προσπάθεια των δημοσκοπών να διαμορφώσουν κλίμα υπέρ του ενός ή του άλλου υποψήφιου, επιχειρώντας να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη όσον αφορά στις επιλογές της.
Νομίζω, όμως, ότι η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική και στην πράξη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι πολίτες ή μάλλον εκείνοι που απαντούν στις ερωτήσεις των ερευνητών μισούν τόσο πολύ τις δημοσκοπήσεις που θέλουν να τις ρίξουν μια και καλή στα… βράχια της αναξιοπιστίας. Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις υπήρξαν για πολλά χρόνια, με αποκορύφωμα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, βασικό εργαλείο πρόβλεψης εκλογικών αποτελεσμάτων με μεγάλη επιτυχία. Οι επαγγελματίες του χώρου αξιοποίησαν την ευτυχή συγκυρία της σταθερής τηλεφωνίας, όπου όλοι σχεδόν απαντούσαν -και μάλιστα με ειλικρίνεια- για τις πολιτικές προτιμήσεις τους.
Δυστυχώς οι ειδικοί των δημοσκοπήσεων, που όλα τα προβλέπουν, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ότι η συμπεριφορά της κοινής γνώμης έχει πια αλλάξει. Οι παραδοσιακές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται από τους δημοσκόπους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις. Ενα βασικό πρόβλημα είναι η ανεπαρκής αντιπροσώπευση του πληθυσμού. Πολλές δημοσκοπήσεις βασίζονται σε τηλεφωνικές έρευνες οι οποίες δεν προσεγγίζουν πλέον όλες τις ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες λόγω της μείωσης χρήσης σταθερών τηλεφώνων και της δυσκολίας στην προσέγγιση ψηφοφόρων μέσω κινητών.
Επιπλέον, η άνοδος των διαδικτυακών δημοσκοπήσεων φέρνει νέες προκλήσεις, όπως η αυτο-επιλογή των συμμετεχόντων, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει προκατάληψη στα αποτελέσματα. Επίσης, οι δημοσκοπήσεις δυσκολεύονται να καταγράψουν τη συμπεριφορά των «κρυφών» ψηφοφόρων, δηλαδή εκείνων που είτε αρνούνται να συμμετάσχουν είτε αποκρύπτουν την πραγματική πρόθεσή τους, όπως έγινε εμφανές στις εκλογές με τον Τραμπ. Η πολιτική και κοινωνική πόλωση έχει αυξήσει τη δυσκολία πρόβλεψης των αποτελεσμάτων των εκλογών. Οι ψηφοφόροι ενδέχεται να μην απαντούν με ειλικρίνεια λόγω φόβου κοινωνικής πίεσης ή στιγματισμού. Για παράδειγμα, οι υποστηρικτές του Τραμπ το 2016 και το 2020 υποεκπροσωπήθηκαν σε δημοσκοπήσεις, καθώς πολλοί δίσταζαν να δηλώσουν την υποστήριξή τους λόγω των πολιτικών και κοινωνικών αντιδράσεων. Κάτι ανάλογο μπορεί να έγινε και το 2024.
Ανάλογα φαινόμενα εμφανίζονται και στην Ευρώπη, όπου οι ψηφοφόροι μπορεί να κρύβουν την πρόθεσή τους όταν πρόκειται για αμφιλεγόμενα κόμματα ή υποψήφιους. Οι αλλαγές στις προτεραιότητες των ψηφοφόρων και η επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συμβάλλουν, επίσης, στην αύξηση της δυσκολίας πρόβλεψης των εκλογικών συμπεριφορών. Η αποχή αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που διαταράσσει την ακρίβεια των δημοσκοπήσεων. Συχνά αδυνατούν να προβλέψουν την προσέλευση των ψηφοφόρων με ακρίβεια, με αποτέλεσμα να υποτιμούν την επιρροή που μπορεί να έχει η κινητοποίηση ή η αποχή συγκεκριμένων ομάδων. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι εκλογές στην Ελλάδα, όπου η αποχή έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια δημιουργώντας απρόβλεπτες ανατροπές.
Ερευνες ειδικών λένε ότι τα άτομα που ανταποκρίνονται στις δημοσκοπήσεις είναι τα «περίεργα» και αυτή η προθυμία μπορεί να είναι εκ του πονηρού για να επηρεάσει καθοριστικά τα αποτελέσματα οδηγώντας σε λάθος πρόβλεψη. Οι δημοσκόποι το γνωρίζουν και για να διορθώσουν την πρόβλεψη προσφεύγουν στη «στάθμιση» και ξανά στη «στάθμιση» για να μετατρέψουν τα λάθος δεδομένα σε σωστά, αλλά αυτή η περίπλοκη μοντελοποίηση οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερες αστοχίες.
Για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις δημοσκοπήσεις είναι απαραίτητο να γίνουν αλλαγές στη μεθοδολογία, όπως η ενσωμάτωση περισσότερων πηγών δεδομένων και η χρήση νέων τεχνολογιών (π.χ. Τεχνητή Νοημοσύνη). Πρέπει, επίσης, να προσαρμοστούν ώστε να ενσωματώνουν κοινωνιολογικές παραμέτρους και να προσεγγίζουν πληρέστερα τους διστακτικούς ψηφοφόρους. Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις, αν και έχουν πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουν, μπορούν να παραμείνουν χρήσιμες αν εξελιχθούν και προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της κοινωνίας και της πολιτικής. Εχουμε εκλογές μπροστά μας.