Τόσο πολύ που ζήλεψε ακόμη και ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος το βράδυ της Παρασκευής επιχείρησε μια απροκάλυπτη παρέμβαση στις ελληνικές εκλογές ζητώντας ουσιαστικά από τους ψηφοφόρους να μην ψηφίσουν Κυριάκο Μητσοτάκη. Είναι πρόδηλο ότι προτιμά τον Αλέξη Τσίπρα ή κάποιον άλλο στη θέση του Ελληνα πρωθυπουργού. Γνωρίζει ότι κάποια στιγμή θα κάνει την κωλοτούμπα και θα αναγκαστεί να συνομιλήσει μαζί του, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις του. Λογικό είναι να μη θέλει αυτός να είναι ο Μητσοτάκης, αλλά κάποιος άλλος.
Από μόνη της η επιθυμία Ερντογάν υποδηλώνει ότι η στρατηγική της σημερινής κυβέρνησης στα Ελληνοτουρκικά είναι η ενδεδειγμένη. Από την ιστορία του Εβρου μέχρι την κρίση του Αυγούστου το 2020 και τη φετινή αναζωπύρωση της έντασης στο Αιγαίο, προκύπτει ότι η Ελλάδα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από την Τουρκία τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Η ενόχληση του Ερντογάν για την ελληνοαμερικανική στρατιωτική συμφωνία, οι επιθέσεις του εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενωσης γιατί «κακομαθαίνει την Ελλάδα», οι καθημερινές απειλές, όλα αυτά περισσότερο φανερώνουν τα δικά του αδιέξοδα και λιγότερο πλήττουν τη χώρα μας.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και στην τελευταία Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη. Τι ήταν αυτό που τελικά έχασε η Ελλάδα και κέρδισε η Τουρκία, όπως ισχυρίζεται η αντιπολίτευση; Ο Ερντογάν δέχθηκε τη διεύρυνση της Συμμαχίας με τη Σουηδία και τη Φινλανδία με βάση ένα μνημόνιο ανάμεσα στις τρεις χώρες, που ουδόλως επηρεάζει την εσωτερική ισορροπία της Συμμαχίας. Αν υποθέσουμε ότι έθεσε τα Ελληνοτουρκικά στη συνάντηση με τον Μπάιντεν, επίσης δεν φαίνεται να έχει κερδίσει κάτι, πέραν ίσως της υπόσχεσης του προέδρου των ΗΠΑ ότι θα προσπαθήσει να πείσει το Κογκρέσο να εγκρίνει την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 για «το καλό της Συμμαχίας».
Πρώτον, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν τελικά θα πείσει τους Αμερικανούς γερουσιαστές και βουλευτές να συναινέσουν. Η Ελλάδα δίνει μάχη να εμποδίσει αυτή την απόφαση με τη βοήθεια της Ομογένειας και μέχρι τώρα τα έχει καταφέρει θαυμάσια. Θα πρέπει όμως να θεωρούμε σίγουρο ότι κάποια στιγμή στο μέλλον η Τουρκία θα εκσυγχρονίσει τα δικά της F-16. Μην ξεχνάμε ότι από την αρχή συμμετέχει στο πρόγραμμα, ότι είναι συμπαραγωγός χώρα, ότι έχει περίπου 250 μαχητικά αεροσκάφη αυτού του τύπου και ότι δεν γίνεται να τα αποσύρει πριν την ώρα τους. Η γνώμη μου είναι ότι σε επόμενο χρόνο θα επιστρέψει και στην αγορά των F-35, για τα οποία έχει ήδη προπληρώσει πάνω από 1,4 δισ. δολάρια. Η Τουρκία είναι ένας κρίσιμος περιφερειακός παίκτης για τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ και δεν μπορεί να μείνει για πάντα «τιμωρημένη».
Σημασία έχει ότι για πρώτη φορά από το 1974 η Ελλάδα την προσπέρασε στους εξοπλισμούς. Τα ελληνικά F-16 εκσυγχρονίζονται ήδη, τα F-35, σε κάθε περίπτωση, θα τα παραλάβουμε πριν από τους Τούρκους, τα Rafale άρχισαν να φθάνουν και τα πιο εξελιγμένα γερμανικά υποβρύχια περιπολούν στο Αιγαίο με τα ελληνικά χρώματα, ενώ η Τουρκία πιέζει για να παραλάβει κάποια στιγμή τα δικά της. Το μόνο σημείο στο οποίο υπερτερεί η Τουρκία είναι τα UAV, αλλά αυτά είναι δική τους παραγωγή.
Το στρατιωτικό πλεονέκτημα μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από την ποιότητα και την αξιοπιστία των οπλικών συστημάτων, αλλά και από το πόσο προηγείται έναντι του αντιπάλου. Η ισορροπία δυνάμεων 7 προς 10 που καθιερώθηκε στο Αιγαίο από τη δεκαετία του 1970 παραμένει περίπου σταθερή. Μόνο που τώρα, για πρώτη φορά, η Ελλάδα προηγείται χρονικά και αυτό είναι που εκνευρίζει τον Ερντογάν.