Το παράξενο με το θέμα του ΦΠΑ είναι ότι όλοι έχουν δίκιο.
Οσοι ζητούν μείωση του ΦΠΑ από το πάρα πολύ υψηλό 24% προκειμένου να περιοριστεί η ακρίβεια και να πάρει ανάσα ο καταναλωτής έχουν δίκιο. Ο ΦΠΑ πολλαπλασιάζει την αύξηση του κόστους για τον καταναλωτή προϊόντων και υπηρεσιών σε σχέση με το κόστος που προέρχεται από την ανατίμηση των πρώτων υλών, την αύξηση του κόστους της ενέργειας και τον πληθωρισμό. Ο ΦΠΑ επιβάλλεται επί όλου αυτού του ήδη αυξημένου κόστους εκτοξεύοντας τις τιμές σε αβάσταχτα για πολλούς καταναλωτές επίπεδα.
Οσοι θεωρούν τον ΦΠΑ άδικο φόρο έχουν δίκιο. Ο ΦΠΑ επιβαρύνει πλούσιους και φτωχούς το ίδιο σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες. Ομως επειδή η κατανάλωση ενός πλούσιου είναι μικρό ποσοστό του εισοδήματος ή της αξίας της περιουσίας του, ενώ ενός φτωχού είναι το σύνολο του εισοδήματός του, ο έχων μικρότερο εισόδημα φτωχοποιείται μέσω του ΦΠΑ, ενώ ο έχων μεγάλο εισόδημα επιβαρύνεται ελαφρώς σε απόλυτο ποσό.
Οσοι υποστηρίζουν ότι ο υψηλός ΦΠΑ φταίει για τη φοροδιαφυγή και τις μαύρες συναλλαγές έχουν επίσης δίκιο. Το 24% είναι τεράστιο ποσοστό για τον καταναλωτή και το να αποφύγει να το πληρώσει είναι μια πάρα πολύ δελεαστική σκέψη. Αυτό ισχύει για πλούσιους και φτωχούς, οι φτωχοί έχουν ουσιαστικό λόγο να τον αποφύγουν -δεν βγαίνει ο μήνας-, οι πλούσιοι θα έπρεπε να ντρέπονται όταν τον αποφεύγουν, αλλά κανείς φυσικά δεν ντρέπεται, όλοι θεωρούν ότι το κράτος τούς κλέβει ούτως ή άλλως.
Από την άλλη μεριά, δίκιο, εν μέρει τουλάχιστον, έχει και ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης στο συγκεκριμένο ζήτημα. Οχι επειδή, όπως λέει, δεν υπάρχει δημοσιονομικό περιθώριο, αλλά επειδή, όπως εξηγεί, μια μείωση του ΦΠΑ θα βοηθούσε την κατανάλωση και εφόσον καταναλώνουμε κυρίως εισαγόμενα προϊόντα, τελικά θα αύξανε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Εχει επίσης δίκιο όταν λέει ότι η μείωση του ΦΠΑ θα φαινόταν αρχικά στις τιμές, αλλά στη συνέχεια θα ανέβαιναν ξανά κερδοσκοπικά και τελικά ο καταναλωτής δεν θα είχε όφελος και το Δημόσιο θα είχε απώλεια εσόδων χωρίς λόγο.
Πέραν αυτών, θα χρειαζόταν μια πολύ μεγάλη μείωση του ΦΠΑ για να έχουμε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Με μια μείωση του ΦΠΑ κατά δυο, τρεις, ακόμη και τέσσερις μονάδες, αν δηλαδή πήγαινε στο 22% ή και στο 20% ακόμη, η συμπεριφορά των καταναλωτών δεν θα άλλαζε. Πάλι θα ήθελαν να γλιτώσουν τον φόρο (αφού και στο 20% είναι ψηλός), πάλι θα θεωρούσαν ότι το κράτος τούς κλέβει. Συνεπώς, μια μικρή μείωση του ΦΠΑ δεν θα προσέφερε τα αναμενόμενα, ίσως μάλιστα να είχε αρνητικές επιπτώσεις για όλους, αφού μια τόσο μικρή μείωση θα φρόντιζαν οι πωλητές προϊόντων και υπηρεσιών να την πάρουν από τους καταναλωτές με σταδιακές μικροαυξήσεις τιμών, πολύ σύντομα.
Εκεί που κάνει λάθος συλλογισμό ο υπουργός Οικονομικών είναι όταν λέει ότι δεν μειώνουμε τον ΦΠΑ γιατί θα αυξηθεί η κατανάλωση κι εμείς δεν θέλουμε αύξηση της κατανάλωσης, αλλά των επενδύσεων. Χονδρικά, το εισόδημα χωρίζεται σε κατανάλωση και επένδυση, αλλά το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι ότι η κατανάλωση τρώει τα λεφτά των επενδύσεων.
Αυτό που φαίνεται ότι δεν αντιλαμβάνονται ο υπουργός Οικονομικών και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συνολικά είναι το γιατί δεν αυξάνονται οι επενδύσεις. Δεν έχουν επίσης αντιληφθεί ότι για να αυξηθούν οι επενδύσεις δεν είμαστε αναγκασμένοι να προσελκύσουμε ξένους επενδυτές. Οι Ελληνες επιχειρηματίες έχουν λεφτά στις τράπεζες -εδώ και έξω-, οι Ελληνες αποταμιευτές έχουν λεφτά που κάθονται με μηδενικό επιτόκιο στο ταμιευτήριο, οι οικογένειες μπορούν να χρηματοδοτήσουν τα πρώτα βήματα ή την επέκταση μιας μικρής επιχείρησης, δεν χρειαζόμαστε αναγκαστικά ξένες επενδύσεις – που φυσικά μακάρι να έχουμε, είναι καλοδεχούμενες.
Το πρόβλημά μας είναι ότι οι Ελληνες δεν επενδύουν τα χρήματά τους διότι δεν εμπιστεύονται το κράτος. Γνωρίζουν ότι θα μπλέξουν με τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά των υπηρεσιών, γνωρίζουν ότι θα μπλέξουν με το περίπλοκο ασαφές και αυτοαναιρούμενο πλέγμα των νόμων και των κανονισμών, γνωρίζουν όλα τα «κρυφά» στους ξένους εμπόδια που θα βρουν στον δρόμο τους, όπως τις συναρμοδιότητες των υπηρεσιών, την Αρχαιολογία, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το γρηγορόσημο, τους εκβιασμούς από όλους. Τα μέτρα που κατά καιρούς εξαγγέλλουν διάφορες κυβερνήσεις για ενίσχυση των επενδύσεων δεν πείθουν κανέναν, διότι οι Ελληνες γνωρίζουν πως αύριο μεθαύριο θα έρθει μια άλλη κυβέρνηση και θα τα αλλάξει πάλι όλα, εις βάρος τους. Και πράγματι όλα αλλάζουν διαρκώς, είναι σαν να βρισκόμαστε σε κινούμενη άμμο – πάρτε για παράδειγμα το πιο συνηθισμένο, τα ακίνητα. Σε ένα οικόπεδο σήμερα χτίζεις, αύριο δεν χτίζεις, μεθαύριο ξαναχτίζεις αλλά υπό άλλες προϋποθέσεις, αντιμεθαύριο δεν χτίζεις με τίποτα.
Ολα αυτά τα υπόλοιπα -πέραν των φόρων- είναι που καθιστούν την Ελλάδα εχθρική για τις επενδύσεις χώρα και διαμορφώνουν ένα πολύ κακό περιβάλλον.
Μπορεί λοιπόν να είναι λογική η επιφύλαξη του υπουργού Οικονομικών που δεν θέλει να μειώσει τον ΦΠΑ, αλλά δεν σχετίζεται με την αποφυγή των επενδύσεων.
Και αν τα δει όλα μαζί κάποιος, φόρους, επενδύσεις, χαμηλή παραγωγή, μεγάλες εισαγωγές, πάρα πολύ εύκολα διαπιστώνει ότι έχουν ένα κοινό πρόβλημα: την προβληματική δημόσια διοίκηση.