Με τις επιθέσεις των Χούθι της Υεμένης στα εμπορικά πλοία που περνάνε από τον κόλπο της Σομαλίας και τις επιθέσεις των ΗΠΑ στους Χούθι μπαίνει στο κέντρο του ενδιαφέροντος μία ακόμη γεωπολιτική κρίση, η οποία ενδεχομένως να επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία, δηλαδή τη δική μας τσέπη. Οι επιθέσεις αυτές αναγκάζουν τα πλοία να κάνουν τον περίπλου της Αφρικής αντί να περνάνε από τη Διώρυγα του Σουέζ, και αυτό μεταφράζεται σε αύξηση του κόστους μεταφοράς για να φτάσουν τα εμπορεύματα από την Απω Ανατολή (Κίνα κ.λπ.) στην Ευρώπη. Το ίδιο και τα πετρελαιοφόρα. Τα καράβια χρειάζεται να ταξιδέψουν από επτά έως είκοσι ημέρες περισσότερο για να φέρουν τα εμπορεύματα – και αυτό σημαίνει ότι τα εμπορεύματα θα φτάσουν στα εμπορικά καταστήματα με σημαντικά αυξημένες τιμές, πράγμα που μεταφράζεται σε άνοδο του πληθωρισμού, ιδίως αν ανέβουν πάλι οι τιμές ενέργειας.
Μέχρι στιγμής -επειδή είναι πρόσφατη αυτή η εξέλιξη- οι τιμές δεν έχουν προλάβει να επηρεαστούν, αλλά σύντομα θα αρχίσουν να αυξάνονται. Και ο φόβος αύξησης του πληθωρισμού στην Ευρώπη ενδέχεται να αναβάλει την πολυπόθητη μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την οποία επιχειρήσεις, δανειολήπτες και αγορές περιμένουν εναγωνίως να ξεκινήσει στο επόμενο τρίμηνο. Αυτό θα είχε ανασχετικές επιδράσεις στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών οικονομιών, αλλά και στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, αφού και το κόστος των αυξημένων επιτοκίων συντηρεί ψηλά τις τιμές.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε προχθές ότι προβληματίζεται για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, διευκρινίζοντας ότι ανησυχεί για γενίκευση και χρονική επέκταση της διάρκειας της κρίσης. Οι ανησυχίες του δεν σχετίζονται ασφαλώς μόνο με την οικονομία. Σχετίζονται και με τις γεωπολιτικές ισορροπίες διότι τη στιγμή αυτή η Ευρώπη βρίσκεται περιτριγυρισμένη από πολέμους και καυτά μέτωπα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και η Ε.Ε. είναι αναγκασμένη να πάρει αποφάσεις για το αν θα αυξήσει την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς αυτήν. Στο Ισραήλ συνεχίζεται η ισραηλινή επίθεση κατά της Χαμάς, ενώ κάθε τόσο υπάρχουν εμπλοκές και με τη Χεζμπολάχ. Το Πακιστάν έχει θερμά επεισόδια με το Ιράν, νέοι Αφγανοί πρόσφυγες παίρνουν τον δρόμο προς την Ε.Ε., ενώ η Ρωσία ζητά αυτοσυγκράτηση από το Πακιστάν.
Σε όλες αυτές τις συγκρούσεις, που συνεχίζονται ή αυξάνονται κάθε τόσο, παρεμβαίνει η Αμερική. Η παρέμβασή της είναι καθοριστική και στην Ουκρανία και στο Ισραήλ και τώρα στην Υεμένη. Θεωρητικά και άλλες συμμαχικές χώρες συμμετέχουν. Στην πράξη, όμως, το βάρος πέφτει σε τεράστιο βαθμό στις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα είναι ότι η αμερικανική πολιτική διεθνών παρεμβάσεων δεν είναι αποδεκτή από το σύνολο των Αμερικανών, οι οποίοι φέτος τον Νοέμβριο θα ψηφίσουν για νέο πρόεδρο. Ακόμη δεν ξέρουμε αν θα μπορέσει να είναι υποψήφιος ο Τραμπ ή κάποιος άλλος Ρεπουμπλικάνος, όμως αυτό που ξέρουμε είναι ότι η πολιτική γραμμή του κόμματος δεν ευνοεί τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Και δεν τα ευνοεί διότι είναι μια γραμμή απομονωτισμού των ΗΠΑ – ο Τραμπ δήλωσε πρόσφατα ότι ακόμη κι αν δεχτεί επίθεση η Ευρώπη (από τη Ρωσία), δεν θα τη στηρίξει και έχει αποφασίσει την αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, το οποίο θα αποδυναμωθεί πλήρως. Είναι βέβαιο ότι αν κερδίσουν οι Ρεπουμπλικάνοι, οι πολύ βολικές για την Ευρώπη παρεμβάσεις τους θα σταματήσουν. Το να στηριχτεί στρατιωτικά η Ουκρανία μόνο από ευρωπαϊκά κονδύλια είναι αδύνατο. Στις επιθέσεις κατά των Χούθι δεν συμμετέχουν ευρωπαϊκές δυνάμεις, μόνο αμερικανικά πλοία επιχειρούν, ενώ μερικά άλλων συμμάχων είναι πλοία συνοδείας. Αν εμπλακούν στις κρίσεις αυτές Πακιστάν και Ιράν, οι κρίσεις παίρνουν παγκόσμιες διαστάσεις και οι συνέπειές τους το ίδιο. Οι διεθνείς αναλυτές ανησυχούν για τη διάρκεια των κρίσεων τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στην Υεμένη. Και δεν είναι ο μόνος λόγος ανησυχίας το γεγονός ότι όσο πιο μακροχρόνιες είναι οι κρίσεις τόσο μεγαλύτερο το κόστος τους. Ενας ακόμη λόγος ανησυχίας είναι ότι σε οκτώ μήνες ενδέχεται να εκλεγεί ο Τραμπ και να αλλάξουν άρδην οι γεωπολιτικές ισορροπίες εις βάρος της Ε.Ε., η οποία θα κληθεί για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της να τα βγάλει πέρα μόνη της στο γεωπολιτικό και στρατιωτικό παιχνίδι – και δεν είναι καθόλου έτοιμη.
Γι’ αυτό εξάλλου όταν ο πρωθυπουργός ρωτήθηκε για τις εκτιμήσεις του σχετικά με την εκλογή Τραμπ ξέφυγε με ευφυολόγημα. «Νομίζω ότι τελείωσε ο χρόνος των ερωτήσεων», είπε, και στη συνέχεια διευκρίνισε με πολιτική ορθότητα ότι δεν είναι σωστό για κανέναν ηγέτη άλλης χώρας να εκφράζει τις προτιμήσεις του. Ολοι έχουμε προτιμήσεις, είπε, αλλά πρέπει να τις κρατάμε για τον εαυτό μας.
Το πολιτικό σκηνικό λοιπόν αυτή τη στιγμή δεν είναι καθησυχαστικό, αντίθετα χτυπάει καμπανάκια εγρήγορσης για όλους τους Ευρωπαίους – και φυσικά και για εμάς, οι οποίοι, εκτός του γενικού κινδύνου που αντιμετωπίζουν όλοι, έχουμε επιπλέον κίνδυνο από την επίπτωση που θα έχουν οι γεωπολιτικές εξελίξεις στη συμπεριφορά της φαινομενικά αλλοπρόσαλλης Τουρκίας, η οποία στην πραγματικότητα δεν έχει κανένα απολύτως ηθικό ζήτημα στο να αλλάζει άποψη, συμμάχους και πολιτική ανάλογα με τις εξελίξεις.