Ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αλέξης Πατέλης, το πρωί της Πέμπτης μίλησε σε τηλεοπτική εκπομπή και για την οικονομία. Εκεί, ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο μείωσης ΦΠΑ στα τρόφιμα, απαντώντας σε όσους υποστήριζαν πως αυτό έπρεπε να έχει ήδη γίνει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως θα σταματήσει η σχετική συζήτηση, με την ανάλογη επιχειρηματολογία. Ας δούμε, λοιπόν, τι πραγματικά συμβαίνει.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει προχωρήσει σε μηδενισμό του ΦΠΑ σε ορισμένες κατηγορίες τροφίμων, με στόχο να συγκρατήσει τον πληθωρισμό τους, αυτό δεν συνέβη όσο αναμενόταν και κάπως έτσι το μέτρο παρατάθηκε μέχρι το τέλος Ιουνίου 2024. Το εξίσου βέβαιο είναι πως ο ΦΠΑ στα είδη διατροφής αποφέρει κάποια… δισ. τον χρόνο στον κρατικό προϋπολογισμό. Για του λόγου το αληθές, και μόνο η μείωση -όχι η κατάργηση- του ΦΠΑ θα στοίχιζε 3,5 δισ. ευρώ ανά έτος, που σημαίνει ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να επιστρέψει σε σημαντικά πρωτογενή ελλείμματα, τα οποία πρέπει να τα αποφύγουμε όπως ο διάβολος το λιβάνι. Σύμφωνα με ασκήσεις που έχει τρέξει ανά διαστήματα το υπ. Οικονομικών, δείχνουν πως η μείωση του ΦΠΑ αποτελεί μια ακριβή λύση: μόνο για το ψωμί η μείωση του ΦΠΑ κοστίζει 200 εκατομμύρια ευρώ και για το κρέας 500 εκατομμύρια ευρώ. Ταυτόχρονα, είναι στο χέρι της εκάστοτε επιχείρησης, αν το όφελος -που θα προκύψει από μια μείωση ΦΠΑ- θα το μετακυλίσει στον καταναλωτή ή εάν θα το χρησιμοποιήσει για να αυξήσει το περιθώριο κέρδους της. Αυτό ήταν το σύντομο ανέκδοτο της ημέρας – αλλά ας είμαστε σοβαροί. Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της μείωσης του ΦΠΑ είναι πως κανείς δεν είναι βέβαιος πως θα περάσει στον καταναλωτή και δεν θα «χαθεί» κάπου στην εφοδιαστική αλυσίδα. Τρανό παράδειγμα η μείωση του ΦΠΑ στον καφέ στην εστίαση όπου οι τιμές βρίσκονται στα ίδια επίπεδα – θαύμα θαύμα. Αυτό ίσως εξηγείται πως στο κομμάτι «όφελος» δεν εμπλέκεται μόνο μια επιχείρηση και ένας καταναλωτής, αφού το ταξίδι κάθε προϊόντος ξεκινά από τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα για να φτάσει στον λιανέμπορο και στον τελικό καταναλωτή.

Στο μεταξύ, με τη μείωση του ΦΠΑ, όπου δεν διασφαλίζεται απαραίτητα και η μείωση της τιμής, μπορεί να έχουμε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, να καταγραφούν άμεσες ανατιμήσεις στα προϊόντα. Για παράδειγμα, αυτό συμβαίνει ήδη στην Ισπανία, στην παρόμοια συζήτηση για μείωση του ΦΠΑ. Εκεί, ο εναρμονισμένος δείκτης τροφίμων βρίσκεται -βάσει Eurostat- στις 142 μονάδες, το οποίο σημαίνει ότι τα τρόφιμα έχουν ακριβύνει κατά 42% από το 2015 μέχρι και τον Απρίλιο του 2024. Η αντίστοιχη μεταβολή για την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι 43,5% και για την Ελλάδα 32,4%.

Για να μη σας ζαλίζω με νούμερα, το συμπέρασμα έπειτα από όλα τα παραπάνω είναι πως μπορεί το ράλι αυξήσεων στα προϊόντα να πιέζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, πλην όμως «η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία», όπως επαναλαμβάνεται πολύ συχνά, και δεν θα κάνει απολύτως τίποτα. Αλλωστε, το έλλειμμα που θα προέκυπτε από μια μείωση ΦΠΑ -και αφού δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα- θα έπρεπε κάπως να καλυφθεί και αυτό θα σήμαινε φόρους και επιβαρύνσεις για το σύνολο της κοινωνίας. Φυσικά, δεν ξεχνάμε ότι δεν υπάρχουν και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί ώστε η μείωση του ΦΠΑ να φτάσει στο τελικό προϊόν, ενώ -παρά τη μεγάλη προσπάθεια που έγινε για να αναπτυχθούν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές με κάρτες, POS, e-banking- οι απώλειες εσόδων από ΦΠΑ για το κράτος είναι ακόμη τεράστιες. Η αντιπολίτευση, από την άλλη, υποστηρίζει ότι μπορεί να μειωθεί ή και να καταργηθεί ο ΦΠΑ στα τρόφιμα και ότι υπάρχει τρόπος, αλλά όταν ήταν κυβέρνηση δεν το έκανε – όπως όλοι είδαμε.

Κάπως έτσι, για όλα τα παραπάνω, δίκαια ή άδικα, τρελά ή απολύτως λογικά, κάποιοι θα συνεχίσουν να κοιτάζουν τα τρόφιμα στα ράφια και δεν θα μπορούν να τα αγοράσουν, ενώ οι μισθοί στη χώρα μας κινούνται σε ένα συγκεκριμένο ύψος. Τι μπορεί να γίνει για όλα αυτά; Προσωπικά, δεν είμαι εδώ για να δίνω λύσεις, άλλοι έχουν αναλάβει αυτό το (κυβερνητικό) έργο, άλλωστε έχω να ετοιμάσω και λίστα για να πάω στο σούπερ μάρκετ. Και, με καταλαβαίνετε, πρέπει να προετοιμαστώ ψυχολογικά…