Με τις ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής συνέβη το εξής παράδοξο, αν και αναμενόμενο με βάση την κοινή λογική: Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ έχασαν με μία κάλπη σε δύο εκλογές. Σε εκείνες που έγιναν για το ευρωκοινοβούλιο, αλλά και σε εκείνες που έρχονται στις 7 Ιουλίου για το εθνικό κοινοβούλιο!
Μιλάω για ήττα στις επικείμενες εθνικές εκλογές, διότι κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να περιμένει ότι θα ανατραπεί, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, μία διαφορά 9,5 μονάδων. Τουναντίον, πιο πιθανό είναι να αυξηθεί η διαφορά ή έστω να παραμείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα, πρά να μειωθεί σημαντικά.
Τι συνέβη όμως και την πάτησε έτσι ο Αλέξης Τσίπρας; Η αλαζονεία είναι μία εξήγηση. Η εικονική πραγματικότητα, που κυριαρχεί στα πρωθυπουργικά γραφεία, μετά από κάποιο καιρό εξουσίας, είναι μία άλλη ερμηνεία. Τα λάθος στοιχεία, με τα οποία κινούνταν το επιτελείο είναι μία τρίτη. Μπορεί να ισχύουν όλα αυτά και πολλά περισσότερα. Αλλά το μοιραίο λάθος, η καταστροφική απόφαση, που έλαβε ο πρωθυπουργός ήταν η εξής: Δεν έκανε τις εθνικές εκλογές νωρίτερα ή έστω ταυτόχρονα με τις ευρωεκλογές. Νόμιζε ότι θα προσπερνούσε τον κάβο αυτής της δοκιμασίας… χαλαρά! Ότι οι ψηφοφόροι θα πήγαιναν στις κάλπες τραλαλά και τραλαλό, λόγω και της άνοιξης και θα ψήφιζαν για τον… Βέμπερ, την Μαρί Λεπέν και την κλιματική αλλαγή, που φέρνει καύσωνες στη Σκωτία!
Προφανώς ο Αλέξης Τσίπρας δεν είχε καταλάβει τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία εδώ και πολύ καιρό. Νόμιζε ότι επειδή τον κολακεύουν ο Τζουμάκας, ο Κουίκ, ο Αλιβιζάτος και του γράφει τραγούδια η Μεγαλοοικονόμου ή τον αποθεώνει ο Θεοχαρόπουλος και τον ψηφίζει ο Σαρίδης, όλα πήγαιναν πρίμα και του έφτιαχναν προτομές σε όλη τη χώρα.
Αλλά, δεν χρειαζόταν να έχει απόλυτη γνώση του κύματος δυσφορίας που φούντωνε διαρκώς για να καταλάβει ότι οι ευρωεκλογές θα ήταν ένα δύσκολο, έως αξεπέραστο εμπόδιο. Ένα απλό μάθημα πολιτικής είναι το αναθεματισμένο: όταν ο Έλληνας έχει μπροστά του την κάλπη, το πρώτο που σκέφτεται είναι να στείλει μήνυμα. Θέλει να τα πει ο άνθρωπος. Να φωνάξει, να γκρινιάξει, να ταρακουνήσει. Και κει την πληρώνει συνήθως η εκάστοτε κυβέρνηση, ειδικά εάν έχει και σχεδόν πέντε χρόνια στην πλάτη της.
Αλλά πέρα από αυτό. Ήταν προφανές ότι η αντιπολίτευση έχει αβαντάζ σε τέτοιου είδους αναμετρήσεις. Διότι η στρατηγική της είναι απλή. Καλεί τον κόσμο (ειδικά τον κόσμο της) να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για την κυβέρνηση. Ούτε προγράμματα κοστολογημένα να παρουσιάσει, ούτε σχέδιο να εμφανίσει, ούτε κάτι περίπλοκο και δύσκολο για να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει. Η εκάστοτε κυβέρνηση πρέπει να αποκρούσει αυτή τη δυσαρέσκεια. Δεν είναι εύκολο. Διότι δεν μπορεί να βάλει εύκολα τη συζήτηση στο δίλημμα της διακυβέρνησης. Και δεν μπορεί να στριμώξει την αντιπολίτευση. Ειδικά τούτη η κυβέρνηση, του Αλέξη Τσίπρα και των φαεινών εγκεφάλων του Μαξίμου, νόμιζε ότι λέγοντας διάφορα για την «Ευρώπη που θέλουμε» και την απειλή της ακροδεξιάς, δίδοντας επίσης μερικά επιδόματα και μετακινώντας Ρομά και πρόσφυγες να κουνάν σημαίες στις πλατείες, θα έφερνε την κατάσταση στα μέτρα της, χάνοντας με δύο τρεις μονάδες και μετά ραντεβού για τον Οκτώβριο.
Κάποιος θα πει: Μα, θα κέρδιζε τις εθνικές εκλογές αν τις έκανε ταυτόχρονα ή νωρίτερα; Αποδείχθηκε πως όχι, για να λέμε την αλήθεια. Αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα έδινε μία κάποια μάχη. Θα το πάλευε αξιοπρεπώς. Ενώ τώρα πάει στις κάλπες τελειωμένη και κινδυνεύοντας με κατάρρευση. Εκεί θα φανεί εάν η ήττα της περασμένης Κυριακής ήταν απλώς καθαρή ή και στρατηγική.