Εξηγούμαι ευθύς: Η μάχη με τον κορωνοϊό είναι μία δύσκολη μάχη, αν όχι άνιση αυτή την ώρα, που δεν έχουμε εμβόλιο ή κάποιο δραστικό αποτελεσματικό φάρμακο..
Είναι άνιση και επειδή πρόκειται για ένα ύπουλο, «αόρατο», όπως τον χαρακτηρίζουν ειδικά όσοι δεν προνοούν να δουν, εξαιρετικά μεταδοτικό και από μία άποψη άγνωστο ιό.
Το να δώσεις τη μάχη με κάθε μέσο και με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά να έχεις απώλειες, είναι μία λογική εξέλιξη και σε ένα βαθμό αναπόφευκτη – δεν είναι εύκολο να βγεις αλώβητος. Εδώ μεγάλες χώρες και με κραταιά συστήματα υγείας ή οργανωμένους κρατικούς μηχανισμούς και δοκιμάζονται άγρια, πώς να αντέξει μία χώρα που βγήκε καθημαγμένη από τα μνημόνια;
Το πρόβλημα όμως ξεκινάει από τη ώρα που δεν διαμορφώνονται οι συνθήκες για «να δοθεί η μάχη με κάθε μέσο και με τις καλύτερες προϋποθέσεις» και αρχίζουν τα επικοινωνιακά και πολιτικά κόλπα για να δικαιολογηθούν η αβελτηρία, τα λάθη, ο εφησυχασμός, η ανικανότητα. Διότι δυστυχώς και σε αντίθεση με το πώς αντιμετωπίστηκε το πρώτο κύμα της πανδημίας, στο δεύτερο που βιώνουμε τώρα, αυτά τα στοιχεία είναι πολύ έντονα αν όχι και κυρίαρχα – ο χρόνος θα δείξει.
Υπάρχει για παράδειγμα το εξής επιχείρημα, που ενδεχομένως δείχνει και μία γενικότερη νοοτροπία: «οι πολίτες στέλνουν πολλά sms στο 13033 και κοροϊδεύουν για να βγουν έξω»! Πρώτον δεν έχει γίνει κάτι μαζικά παράνομο από τους πολίτες – οι παραβάτες τιμωρούνται όπως ακριβώς και τους προηγούμενους μήνες. Δεύτερον, η διαφορά τούτης της καραντίνας από την πρώτη είναι η υποχρεωτική μάσκα παντού. Άρα το να βολτάρει κανείς φορώντας τη μάσκα και με βάση το σύστημα των sms δεν είναι κακό. Και τρίτον, έχει αλήθεια μετρήσει και υπολογίσει κανείς το πολλαπλό κόστος του εγκλεισμού στο σπίτι; Τις ψυχολογικές και άλλες δραματικές συνέπειες της πρώτης καραντίνας για παράδειγμα. Παντού, σε όλο τον κόσμο υπάρχει κόπωση, δυσφορία, αλλά και σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Όποιος νομίζει ότι απέναντι σε αυτά η λύση είναι το μάντρωμα, μάλλον γεννήθηκε σε λάθος εποχή – σε άλλες θα έκανε λαμπρή καριέρα.
Το δεύτερο – και τελευταίο για σήμερα, καταλαβαινόμαστε – είναι η παρατεταμένη, εκνευριστική και εντελώς άτοπη προσπάθεια να δείξει η κυβέρνηση ότι «όλα πάνε καλά» και «κερδάμε», μόνοι εμείς σε όλο τον κόσμο. Δεν ήταν μεμπτό που κεφαλαιοποίησε πολιτικά την πρώτη καραντίνα – όλοι αναγνώρισαν θετική αντίδραση τότε. Αλλά να επιχειρεί τώρα να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, όταν το πρόβλημα δεν έχει καν γιγαντωθεί ακόμα και όλα τα στοιχεία δείχνουν δυσοίωνα είναι μάλλον προσβλητικό. Να λέγεται από επίσημα χείλη ότι όλα πάνε καλά, την ώρα που επιβλήθηκε καραντίνα ακριβώς επειδή δεν πάνε καλά και ότι τα κάνουν άριστα, την ώρα που οι θάνατοι χτυπάνε κόκκινο, μοιάζει περίπου με μακάβριο πανηγυρισμό.
Ένα παράδειγμα: Μέσα στις πρώτες 10 μέρες του Νοεμβρίου πέθαναν 220 άνθρωποι, 14 περισσότεροι απ’ όσους χάθηκαν ολόκληρο το πρώτο πεντάμηνο της πανδημίας (Μάρτιος – Ιούλιος), όταν και καταγράφηκαν 206 απώλειες, είναι το ελάχιστο κυνικό. Με περισσότερους από 300 ανθρώπους στις ΜΕΘ (263 διασωληνωμένοι), χιλιάδες νοσηλείες και ατέλειωτα κρούσματα καθημερινά, μόνο για κομπορρημοσύνες δεν είναι – λίγη σεμνότητα και προβληματισμός δεν βλάπτει.
Το να επιχαίρει κανείς για το γεγονός ότι φτιάχτηκαν ουσιαστικά περί τις 150 νέες ΜΕΘ στο δημόσιο σύστημα υγείας – το οποίο γενικά έχει παραλύσει -μέσα σε επτά μήνες πανδημίας, όταν αλλού ανεγέρθηκαν ολόκληρα νοσοκομεία, δεν είναι ό,τι πιο τιμητικό για τη νοημοσύνη μας.
Τη μάχη με την πανδημία τη δίνουν όλοι και όλοι χρειάζονται όταν πρόκειται για τη δημόσια υγεία. Αλλά κάποιοι έχουν μία παραπάνω ευθύνη, ας την αναλάβουν. Μπορεί να μην φταίνε για όλα, αλλά τους χρεώνεται απόλυτα οτιδήποτε λένε…