Μετά την άρση της εύκολα επιβληθείσας και πανεύκολα αποδεκτής καραντίνας στην αρχή της πανδημίας, το ένα μετά το άλλο τα στοιχήματα, που σχετίζονται με την ανάκτηση του χαμένου εδάφους και την επιστροφή σε μία κάποια, έστω, κανονικότητα, χάνονται πανηγυρικά.
Χάθηκε για παράδειγμα το στοίχημα του τουρισμού. Δεν χρειάζονται τα στοιχεία του Πέτσα ή του ΕΟΔΥ, το είπε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο CNN και κυρίως το καταδεικνύουν οι τελευταίες δυσάρεστες εξελίξεις ότι με το άνοιγμα του τουρισμού επιβαρύνθηκε το επιδημιολογικό φορτίο στη χώρα. Τα ξενοδοχεία κλείνουν πιο γρήγορα κι από ραντεβού ερωτευμένων. Το όποιο σχέδιο (αν υπήρχε δηλαδή σοβαρό σχέδιο) της κυβέρνησης, απέτυχε.
Χάθηκε ή χάνεται το στοίχημα της εστίασης. Ειδικά μετά τα τελευταία παρανοϊκά μέτρα για κλείσιμο των εστιατορίων στις 12 τα μεσάνυχτα, ο χώρος της εστίασης ζει ένα δράμα. Η ιδέα ότι μετά τις 12 στα φαγάδικα επικρατεί συνωστισμός σημαίνει ότι οι ιθύνοντες είναι αλλού γι’ αλλού. Διότι το να κλείνει ένα κατάστημα στις 12, άρα η κουζίνα του να κλείνει πριν τις 11, σημαίνει ότι αναγκάζει τον όποιο κόσμο θέλει να βγει για φαγητό έξω, να συνωστιστεί στην ίδια χρονική ζώνη, κάπου ανάμεσα δηλαδή στις 9 με 11! Όχι μόνο δεν αποτρέπει τον συνωστισμό δηλαδή το συγκεκριμένο μέτρο, αλλά τον προκαλέι κιόλας – όταν δεν κλείνει τα μαγαζιά βέβαια κατευθείαν.
Χάθηκε επίσης το στοίχημα των δημόσιων συγκοινωνιών. Μόλις τώρα ο αρμόδιος υπουργός εξήγγειλε – και με διαδικασίες εξπρές παρακαλώ – ενίσχυση του στόλου και προσλήψεις προσωπικού. Μέχρι να αλλάξει η εικόνα στα λεωφορεία – αν αλλάξει δηλαδή – το μεσαίο όνομα του υπουργού θα γίνει σύνθημα στα χείλη των επιβατών, που χάνουν τα δρομολόγια: «ΑΧ, δεν το πρόλαβα το λεωφορείο»!
Το στοίχημα της δημόσιας υγείας μάλλον πρέπει να θεωρείται χαμένο. Η κατάσταση στα νοσοκομεία παραμένει άθλια και παρά την παράθεση αριθμών περί προσκλήψεων και άλλων τεράτων και σημείων, το αντιλαμβάνεται κανείς με μία απλή επίσκεψη – αχρείαστη να είναι – σε δημόσιο νοσοκομείο. Η κυβέρνηση έχει αφήσει ανοχύρωτο το δημόσιο σύστημα, θεωρώντας ότι η παρουσία του ιδιωτικού τομέα ισορροπεί και βελτιώνει τα πράγματα.
Θα μπορούσε να απαριθμίσει κανείς και πολλά άλλα χαμένα στοιχήματα και αστοχίες, αλλά είναι περιττό. Σχεδόν όλοι έχουν αντιληφθεί ότι η μετάβαση στη δεύτερη αυτή φάση της πανδημίας έγινε χωρίς ουσιαστικό σχέδιο και αποτελεσματικό τρόπο. Ακόμα κι αν τελικά το υγειονομικό πρόβλημα περιοριστεί κάπως και το δεύτερο κύμα κορωνοϊού δεν είναι τόσο σκληρό όσο φοβόμαστε, όπως ισχυρίζονται οι αρμόδιοι, οι επιπτώσεις του κακού σχεδιασμού και της κολοσιαίας ανικανότητας στην οικονομική και κοινωνική ζωή είναι τεράστιες και ίσως αποδειχθούν δραματικές.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το άνοιγμα των σχολείων δεν έχει περιθώρια αποτυχίας. Τα σχολεία πρέπει να ανοίξουν, δεν χωρά αμφιβολία, ασχέτως εάν θα είναι μία βδομάδα μπροστά ή μία βδομάδα πίσω.
Η κυβέρνηση είχε άπλοετο χρόνο και πολλά μέσα για να προετοιμάσει τη νέα σχολική χρονιά. Δεν φαίνεται να πέτυχε και σπουδαία πράγματα.
Δεν είναι βέβαια… σωστό και δίκαιο να κάνουμε συγκρίσεις με την Ιταλία, όπου το υπουργείο Παιδείας προσέθεσε 3.000 επιπλέον σχολικές μονάδες και προσλαμβάνει 50.000 επιπλέον εκπαιδευτικούς – δεν είναι… σωστό και δίκαιο γιατί η Ιταλία παραμένει μία μάλλον κανονική χώρα σε αντίθεση με τη δική μας, που μόνο στα λόγια διεκδικεί το χαρακτηρισμό “κανονική”.
Τώρα, το πώς θα γίνει να ανοίξουν τα σχολεία με όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα σε εφαρμογή όταν σύμφωνα με την ΟΛΜΕ, θα έχουμε φέτος λιγότερους εκπαιδευτικούς είναι ένα μυστήριο. Πώς θα λειτουργήσει η “κοινωνική αποστασιοποίηση” όταν δεν υπάρχουν περισσότερα κτήρια, όταν απορρίπτονται οι προτάσεις επιδημιολόγων για πρωινή – απογευματινή βάρδια, είναι επίσης ένα ερωτηματικό. Εξ ορισμού το εγχείρημα είναι δύσκολο, γίνεται ακόμη δυσκολότερο εάν το παρακολουθείς άπραγος και βασίζεσαι απλώς στη διανομή παγουριών… Σε κάθε περίπτωση ένα χαμένο στοίχημα ανοίγματος των σχολείων, θα συνιστά μία τεράστια αποτυχία για τη χώρα, γι’ αυτό και η ευθύνη ειναι μεγάλη για όλους, κυρίως όμως για την κυβέρνηση.