Η κυβέρνηση δεν φοβάται τον Μητσοτάκη.
Στο κάτω κάτω, στο νέο δικομματικό σύστημα που θα ήθελε να διαμορφωθεί, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μία όψη και η ΝΔ είναι η άλλη του ίδιου νομίσματος και απλώς το θέμα είναι ο ρυθμός εναλλαγής τους στην εξουσία. Άλλωστε έχει πλεονέκτημα ο Τσίπρας απέναντι στον Μητσοτάκη: εφαρμόζουν την ίδια πολιτική, αλλά ο Τσίπρας έχει επικοινωνιακό χάρισμα, που δεν διαθέτει ο αρχηγός της ΝΔ, ενώ είναι και πιο αδίστακτος στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής – κοινώς είναι καλύτερος συνεργάτης των δανειστών, των αμερικανών και πάει λέγοντας.
Η κυβέρνηση δεν φοβάται ούτε την παραπαίουσα παραδοσιακή κεντροαριστερά. Η οποία ακόμα ανασυγκροτείται, όταν δεν διασπάται. Έχοντας μετεξελιχθεί σε μία καρικατούρα ΠΑΣΟΚ και με αρχηγό που μοιάζει όλο και περισσότερο σε «Παπανδρέου», ο ΣΥΡΙΖΑ κυριαρχεί σε αυτό τον χώρο.
Η κυβέρνηση και ο Τσίπρας φοβούνται μόνο τα κοινωνικά κινήματα και τις πολιτικές τους εκφράσεις. Φοβούνται την Αριστερά. Φοβούνται την έκφραση της λαϊκής αντίδρασης σε όσα κάνουν (και σε πολλά που δεν κάνουν).
Φοβούνται κινήματα τύπου «Κίτρινα Γιλέκα» – τα οποία παρακολουθούν με δέος στην Αθήνα και υπό το φόβο μήπως επαναληφθεί το φαινόμενο των Αγανακτισμένων, το οποίο ξεκίνησε στην Ισπανία και κυριάρχησε στην Ελλάδα τότε. Φυσικά άλλες εκείνες οι εποχές και άλλες τώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρόφτασε, που λένε, να ξεφτιλίσει κάθε έννοια συλλογικής προσπάθειας και έσπειρε την απογοήτευση από την προδοσία που διέπραξε. Γι’ αυτό και δεν είναι εύκολο να βγει ξανά στο δρόμο ο κόσμος. Όμως οι αιτίες παραμένουν για να υπάρξει κάποια στιγμή μία μεγάλη λαϊκή κινητοποίηση.
Τα «Κίτρινα Γιλέκα» είναι ένα προοδευτικό κίνημα – και όχι ακροδεξιό, όπως θέλησαν κάποια να το παρουσιάσουν – που εκφράζει τη διαμαρτυρία για την ισοπέδωση της μεσαίας τάξης, κυρίως, στη Γαλλία. Και εδώ όμως το ίδιο πρόβλημα υπάρχει – η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης. Τα «Κίτρινα Γιλέκα» εκφράζουν και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, που διαμαρτύρονται για την πολιτική της λιτότητας και την ευνοϊκή αντιμετώπιση της αστικής τάξης από τον Μακρόν. Με τον Τσίπρα να έχει ξεπουλήσει τη δημόσια περιουσία, να ωραιοποιεί την ανεργία, να κοροϊδεύει μοιράζοντας 200άρια, να δρομολογεί χιλιάδες πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας και, φυσικά, να θαυμάζει τόσο πολύ τον Μακρόν και να επιζητά στρατηγική συμμαχία μαζί του, τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα μόνο άνετα δεν πρέπει να νιώθουν και στην Ελλάδα.
Ο Τσίπρας φοβάται μήπως η κανονική Αριστερά ανασυνταχθεί μετά την ήττα του 2015. Γι’ αυτό και βάζει ξανά και ξανά στο τραπέζι τη δική του προσήλωση στο ευρώ και το πόσο «καθαρό μυαλό είχε» τότε. Για να περιορίσει το ακροατήριο των ευρωσκεπτικιστών και να υπενθυμίσει στα κέντρα που τον στήριξαν μετά την κωλοτούμπα του 2015, ότι εκείνος (πρέπει να) είναι ο Εκλεκτός.
Ο Τσίπρας άλλωστε είχε μέχρι τώρα ένα μεγάλο «πλεονέκτημα» έναντι του Μητσοτάκη: εφάρμοζε τις εντολές των δανειστών χωρίς τις σφοδρές κοινωνικές αντιδράσεις, που είχαν νωρίτερα άλλοι μνημονιακοί πρωθυπουργοί. Αν χάσει αυτό το «πλεονέκτημα», τότε είναι μάλλον τούς είναι άχρηστος. Ειδικά εάν στην επόμενη Βουλή εκπροσωπηθεί και ένα αριστερό, προοδευτικό ευρωσκεπτικιστικό ή και αντιευρώ κίνημα.