Δυστυχώς αποδεικνύεται ότι ο φασισμός υφέρπει στην ελληνική κοινωνία. Ο ρατσισμός είναι ριζωμένος σε κομμάτια της, τα οποία υποψιαζόμαστε μεν, αλλά δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα εκφράζονταν όλο και πιο ανοιχτά, όλο και πιο αλαζονικά.
Υπήρχαν περίοδοι για παράδειγμα που τις ακραίες, ρατσιστικές εκφράσεις τις κρατούσαν οι περισσότεροι για τις παρέες τους και επένδυαν με αστεϊσμούς, για να μην εκτεθούν πολύ.
Με τον καιρό ο ακραίος λόγος ξέφυγε από τα λαγούμια του μίσους, διαχύθηκε από την κανονική Χρυσή Αυγή στις γραμμές ενός κοινωνικού κομματιού που δεν ορρωδεί πλέον. Ακόμα κι όταν κατέχει θεσμικές θέσεις, χρησιμοποιεί ρητορική, που θα θαύμαζαν και οι επικεφαλής της Κου Κλουξ Κλαν.
Ακόμα κι όταν τους παραχωρείται χώρος για αρθρογραφία και διατύπωση δημόσιου λόγου, μηρυκάζουν ό,τι πιο ξενοφοβικό και ακροδεξιό έχουν κατά νου.
Απλώς ο Γιάννης Αντετοκούνμπο τους ξεμπρόστιασε. Είπε αυτό που συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία και τσίμπησαν. Δεν άντεξαν και φανερώθηκαν. Τους είπε κατάμουτρα ότι είστε ρατσιστές και εκείνοι, βάλθηκαν να του αποδείξουν ότι έχει δίκιο. Και τα έβαλαν με ένα 25χρονο παιδί. Που μεγάλωσε μέσα σε αυτές τις συνθήκες, χωρίς να έχει την παραμικρή ευθύνη για τα όσα άσχημα του συνέβαιναν. Κι όμως, επέλεξε να γίνει και να μείνει Έλληνας. Και να τιμά αυτή τη χώρα περισσότερο απ’ όσο το κάνουν – εάν το κάνουν κιόλας – πολλοί Έλληνες. Εκείνος έγινε Έλληνας από επιλογή και προσπαθεί να το υποστηρίξει,. Οι επικριτές του έγιναν κατά τύχη αυτό που είναι και κατά τύχη δεν έγιναν αυτό που επικρίνουν – ρατσισμός είναι να καταδικάζεις αυτό που τυχαία δεν είσαι!
Οι ίδιοι πανηγυρίζουν μάλιστα για τα ελληνικά διαβατήρια του ζεύγους Χανκς και Γουίλσον, αλλά και σε κάθε σελέμπριτι. Γλοιώδη υποκρισία, αν μη τι άλλο.
Κι αν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι μία ξεχωριστή περίπτωση και κάποιοι δεν μπορούν να κρύψουν το μίσος τους, επειδή κατάφερε και ξεχώρισε, υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα. Όπως ο τρόπος που αγνοήθηκε η Ανίκ από το Χαμόγελο του Παιδιού, που παρέστη στη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο.
Ή η παλιότερη περίπτωση του Οδυσσέα Τσενάι, που μάλλον στάθηκε τυχερός που αντιμετωπίστηκε με εκείνο το απάνθρωπο μίσος και ξέφυγε από την ελληνική πραγματικότητα για να κάνει πανεπιστημιακή καριέρα στο εξωτερικό.
Το σύγχρονο ελληνικό δράμα είναι ακριβώς αυτό. Ότι ενώ η χώρα πρέπει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις του μέλλοντος, ως μία ανοιχτή κοινωνία που ενσωματώνει, μερικοί προσπαθούν να την κλείσουν, χρησιμοποιώντας ρατσιστικό δηλητήριο στα όρια των πιο στενών μυαλών της