Δεν είναι εύκολο πράγμα να αντιμετωπίσει τη μήνη ενός οπαδικού στρατού και ενός κόσμου τελικά, ο οποίος θα έχει το αίσθημα του αδικημένου και του ριγμένου – σε τούτη την περίπτωση από το «κράτος των Αθηνών».
Γι’ αυτό έτρεξε με μία τροπολογία της τελευταίας στιγμής να «θεραπεύσει» όπως λέει, το «πρόβλημα», καταφέρνοντας όμως και όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές να δυσαρεστήσει και κάθε έννοια ευνομούμενης πολιτείας να καταργήσει. Διότι, εάν είναι κάθε φορά που εκτιμά η κυβέρνηση ότι μία απόφαση των οργάνων της πολιτείας τής προκαλεί κόστος, να την αλλάζει με νομοθετική παρέμβαση καήκαμε.
Το θέμα είναι γιατί και πώς αφέθηκε όλη η ιστορία με το ελληνικό ποδόσφαιρο στην τύχη της. Γιατί και πώς αφέθηκε το πιο λαοφιλές άθλημα να μετατραπεί στη χώρα μας σε πολεμικό πεδίο και σε ένα «γήπεδο» όπου συγκρούονται ανεξέλεγκτα και με τον πιο άγριο τρόπο μεγάλα συμφέροντα. Γιατί και πώς από ένα παιχνίδι χαράς έχει γίνει τόσο αποκρουστικό το ελληνικό ποδόσφαιρο. Γιατί και πώς το ποδόσφαιρο έγινε πεδίο βολής που ασκούνται παίζοντας κάθε λογής φατρίες για να μην πούμε τίποτα χειρότερο.
Πιστεύει αλήθεια η κυβέρνηση ότι μπορεί να γίνεται το πρωτάθλημα με τέτοιους όρους; Όπου οι περισσότεροι από τους «μεγάλους» κάνουν επίδειξη δύναμης και κάθε Κυριακή ζούμε αδιανόητες σκηνές, ευτράπελα και ακρότητες; Η κυβέρνηση παρακολουθούσε μάλλον απαθής όλη αυτή την τρέλα που υπάρχει στο ελληνικό πρωτάθλημα, πιστεύοντας ότι το πρόβλημα θα λυθεί μόνο του. Φευ!
Μπροστά στο απίστευτο αδιέξοδο, στο οποίο τελικά βρέθηκε ανυποψίαστη μάλλον, αποφάσισε να διαχειριστεί εκ των υστέρων και με αμφιλεγόμενο τρόπο ένα θέμα, που άπτεται της δικαιοσύνης– δεν κρίνω εάν σωστά τα έπραξε μέχρι τούδε η δικαιοσύνη, είναι άλλοι αρμοδιότεροι και σοφότεροι εμού για να το πουν. Έτσι όπως το έκανε όμως, το μπέρδεψε ακόμη περισσότερο – πολιτικά πάντα.
Και κυρίως τα επιχειρήματα με τα οποία δικαιολόγησε την παρέμβαση κάνουν χειρότερη την κατάσταση.
Πρώτον, η νομοθεσία (πρέπει να) εφαρμόζεται, ανεξάρτητα εάν κάποια ομάδα είναι «ιστορική», ή κάποιος «γνωστός μας», ή «μελαχρινός», «ξανθός» και πάει λέγοντας. Δεύτερον, το ότι κάνουμε μία ευνοϊκή ρύθμιση της τελευταίας στιγμής, είναι προφανές ότι γίνεται για το πολιτικό κόστος και όχι για την «κοινωνική συνοχή». Αν κινδυνεύει η «κοινωνική συνοχή» από την εφαρμογή του νόμου αλίμονό μας. Κυρίως όμως είναι κοροϊδία να λέγεται ότι κυβέρνηση εκβιαζόταν από τον ευρωβουλευτή της ΝΔ Ζαγοράκη! Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε πέρασε ο εκβιασμός του Ζαγοράκη! Διότι τελικά και αυτό που, περίπου, ήθελε ο Ζαγοράκης έγινε και ο Ζαγοράκης δεν έπαθε τίποτα –απλώς δεν θα είναι υποχρεωμένος να συνεδριάζει με τη Βόζεμπεργκ και τον Κεφαλογιάννη πριν πάει στην Ολομέλεια της ευρωβουλής. Πιθανόν η κυβέρνηση να ένιωθε εκβιαζόμενη (από ποιον όμως;) και γι’ αυτό μίλησε αμέσως και με ευκολία για εκβιασμό τον οποίο «δεν σηκώνει» και άλλα φληναφήματα και βερμπαλιστικά, απλώς και μόνο για να σηκωθεί κουρνιαχτός!
Τρεις παρατηρήσεις για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις:
– Τα πρωταθλήματα πρέπει να παίζονται και να κρίνονται στο γήπεδο και μόνο εάν αποδεδειγμένα με παράνομες μεθοδεύσεις έχει παραβιαστεί καθοριστικά ο υγιής ανταγωνισμός να παρεμβαίνει η δικαιοσύνη.
– Η νόθευση παλαιότερων πρωταθλημάτων δεν κάνει αποδεκτό οποιονδήποτε συμψηφισμό για τα τρέχοντα θέματα…
– Κόμματα της αντιπολίτευσης προσπαθούν να μην δυσαρεστήσουν κανέναν από τους εμπλεκόμενους στον ποδοσφαιρικό πόλεμο, προφανώς για να μην χαθούν πελατείες και διαταραχθούν σχέσεις. Μάλλον, είναι κι άλλοι δηλαδή που θα έκαναν το ίδιο που έκανε η τωρινή κυβέρνηση.