Ήταν οι εφιαλτικές απώλειες ζωών στην Ιταλία στις αρχές Μαρτίου, που έκανε την κυβέρνηση να πάει γρήγορα σε περιοριστικά μέτρα «κοινωνικής απομόνωσης» και φυσικά τους Έλληνες να τα εφαρμόσουν αμέσως και χωρίς την παροιμιώδη απειθαρχία, όπως αυτή έχει «καταχωρηθεί» στα εθνικά μας χαρακτηριστικά.
Ο φόβος είναι φύλακας και αναγκαίος σε πολλές περιπτώσεις και σίγουρα αυτό αποδείχθηκε και στην παρούσα δοκιμασία. Σε μία χώρα μάλιστα, όπως η Ελλάδα, που η συνειδητοποίηση, η εθελοντική προσφορά, η υπέρβαση του εγώ για το συλλογικό καλό, είναι σπάνια φαινόμενα, ο φόβος μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο από κάθε άλλο.
Ήταν ο φόβος και όχι η «ατομική ατομική», που κίνησε τα πράγματα και ο ιός περιορίστηκε σε σχέση με άλλες χώρες – το ξαναλέμε: τουλάχιστον μέχρι τα τώρα! Ήταν ο φόβος που έκανε τους Έλληνες να ξεχάσουν και συνήθειες και φίλους και χωριά!
Ήταν κυρίως ο φόβος και λιγότερο η διαπαιδαγώγηση ότι σε αυτές τις εποχές, οι οποίες έχουν νέα προβλήματα – ή έστω παλιά σε νέα έκδοση – χρειάζονται συνειδητές συλλογικές προσπάθειες. Όλοι ξέρανε για παράδειγμα ότι το εθνικό σύστημα υγείας είναι τόσο διαλυμένο, που αλίμονο εάν πέσουν στα… «χέρια του». Και προτίμησαν όλο αυτό τον καιρό, να κρύψουν ακόμη και τα… εγκεφαλικά για να μην πάνε στα νοσοκομεία, σε μία συμπεριοφορά του τύπου «ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα».
Γι’ αυτό και μόλις έφυγε ο φόβος, τα πλήθη ξεχύθηκαν και κάνουν πάρτι. Γι’ αυτό τώρα απορούν πολλοί γιατί δεν ανοίγει νωρίτερα η οικονομία. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τη γλιτώσαμε και άρα δεν χρειάζεται καμία προφύλαξη.
Ο φόβος κάνει τον άνθρωπο να καταπιέζει τον εαυτό του. Γι’ αυτό και όταν φεύγει (ο φόβος), η αντίδραση είναι έντονη και συνήθως υπερβολική.
Έφυγε λοιπόν ο φόβος εδώ και μέρες, ίσως εδώ και καιρό και πλέον όλο και περισσότεροι δεν έχουν καμία διάθεση να συνεχίσουν καμία προσπάθεια προφύλαξης.
Διότι μπορείς να καθοδηγείς ένα λαό για ένα διάστημα με το φόβο, αλλά στο τέλος εκείνο που μένει είναι μόνο η συνειδητοποίηση των προβλημάτων και των ευθυνών, που καθορίζει συμπεριφορές. Κι αν υποτιμάς τη διαπαιδαγώγηση και το καλό παράδειγμα, που πρέπει να δίνεις, τότε όλα είναι αέρας (δες έξω από Μαξίμου τη συναυλία Πρωτοψάλτη).
Όταν δε αυτό που λέει η Πολιτεία είναι ή μοιάζει περίπου ακατανόητο, ο πολίτης αδιαφορεί. Όταν για παράδειγμα επί ένα μήνα ο αριθμός των κρουσμάτων, που παρουσιάζονται (γιατί τόσα είναι αυτά που καταγράφονται) είναι μονοψήφιος αριθμός, η γενική αίσθηση λέει ότι το πρόβλημα έφυγε.
Η κατάσταση δε, μπερδεύεται όταν μπαίνουν στην εξίσωση άλλοι παράγοντες, όπως οι συγκεχυμένες οδηγίες με τις μάσκες, τα σχολεία και άλλα παρόμοια.
Η κοινωνία χρειάζεται πειθώ δια της διαφάνειας, της ειλικρίνειας και της εμπιστοσύνης και όχι (μόνο ή κυρίως και πάντως όχι επί μακρόν) με τη φοβέρα.
Θέλει περισσότερο έναν Τσιόδρα (με διαφάνεια, ειλικρίνεια, εμπιστοσύνη στα θέματα της δημόσιας υγείας και χωρίς γκρίζα σημεία) και λιγότερο έναν Χαρδαλιά. Να κουνάς το δάκτυλο συνέχεια, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να στο γυρίσουν πίσω – και όχι ακριβώς τον δείκτη – καλώς ή κακώς!