Σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες μετά τη δήλωση εκείνη, η Θεσσαλονίκη άρχισε να δοκιμάζεται σκληρά από την αύξηση των κρουσμάτων και στις 27 Οκτωβρίου (χθες) έφτασε να συναγωνίζεται ολόκληρη Αττική.
Δύο τινά συνέβησαν: ή η Θεσσαλονίκη δεν τα πήγαινε καλά, απλώς δεν το ήξερε ο κ. Τσιόδρας, διότι η επιτροπή του υπουργείου Υγείας στην οποία προΐσταται δεν ξέρει την ακριβή εικόνα της πανδημίας στη χώρα ή όντως τα πήγαινε καλά και με τη δήλωσή του αυτή έδωσε σήμα χαλάρωσης, που οι πολίτες το εκμεταλλεύτηκαν. Είναι πιθανό βέβαια να συμβαίνουν και τα δύο, με τον εξής τρόπο: η Θεσσαλονίκη ΔΕΝ πήγαινε καλά – διότι ο κ. Τσιόδρας και το υπουργείο δεν έχει καν σοβαρή εικόνα για την εξέλιξη της πανδημίας, καθότι δεν έχουν πολιτική εξαντλητικού testing – και σε συνδυασμό με τη δήλωση χαλάρωσης, που έκανε, τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Οι δε Σέρρες είναι επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι οι αρμόδιοι κυβερνώντες δεν έχουν καμία πραγματική εικόνα της πανδημίας. «Ξαφνικά», λέει, ο νομός, πήγε από το πράσινο στο πορτοκαλί.
Δεν υπάρχει πλέον τίποτα ξαφνικό με την πανδημία του κορωνοϊού.
Η μετάδοση γίνεται με συγκεκριμένους τρόπους και με συγκεκριμένο ρυθμό. Από ένα σημείο και μετά μέσα στο καλοκαίρι, αρχίσαμε να γεμίζουμε ασυμπτωματικούς – κυρίως νέοι φυσικά. Οι οποίοι μετέδιδαν τον ιό, έτσι όπως μεταδίδεται αυτός ο ιός. Όταν όμως δεν κάνεις εξαντλητικά τεστ στην κοινότητα τότε δεν καταλαβαίνεις και την έκταση του προβλήματος, διότι δεν εντοπίζεις τους ασυμπτωματικούς. Σταδιακά λοιπόν οι ασυμπτωματικοί άρχισαν να κολλάνε ομάδες, που εμφάνιζαν συμπτώματα και ο ιός έφτασε στις πιο ευάλωτες ομάδες στη συνέχεια, με αποτέλεσμα αφενός να μην «κρύβονται» πλέον τα κρούσματα και αφετέρου να πιέζεται το σύστημα υγείας με τις αυξημένες νοσηλείες.
Από τις αρχές Αυγούστου, αν όχι από τα μέσα Ιουλίου, όταν κάποιοι παραδέχονταν ψιθυριστά ότι ο ρυθμός μετάδοσης είναι ανησυχητικός, αλλά ουδείς αρμόδιος το έψαχνε σοβαρά, είχαμε μία σιωπηλή μετάδοση του ιού. Η μετάδοση αργεί να φανεί και να δώσει εκρηκτικές διαστάσεις στο πρόβλημα, όπως αποδείχθηκε και στην Ιταλία – από τον Γενάρη ξεκίνησε και ξέσπασε τέλη Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου. Αν όμως δεν μπορούσε να εκτιμηθεί το πρόβλημα στις αρχές της πανδημίας, τώρα είναι ανεπίτρεπτο να μην καταλαβαίνουν οι αρμόδιοι την έκτασή του κάθε στιγμή στην κοινότητα.
Η επανεμφάνιση δε του κ. Τσιόδρα ήταν σχεδόν απογοητευτική, καθώς επέμεινε σε ένα μοτίβο, εντελώς λανθασμένο: «όλο το βάρος στους πολίτες, καμία ευθύνη στους αρμόδιους κυβερνώντες». Για το μόνο που έδειξε αγωνία ήταν πώς θα απαλλάξει από κάθε ευθύνη την κυβέρνηση.
Ψάχνει να βρει κανείς μία άκρη σε αυτά που είπε και δυσκολεύεται.
Εάν είναι αδύνατο να ελεγχθεί η διασπορά, τότε γιατί δεν προτείνει γενική καραντίνα, όπως τον Μάρτιο; Περιμένει να πάνε τα κρούσματα δύο και τρεις χιλιάδες και οι νεκροί να ξεπεράσουν τους χίλιους για να το πει; Προφανώς, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος, η γενική καραντίνα φέρνει δραματικές συνέπειες άλλου είδους. Αλλά εάν είναι αδύνατο να ελεγχθεί, προς τι οποιαδήποτε προσπάθεια; Εκτός κι αν θέλει να προετοιμάσει για μία παταγώδη αποτυχία της Πολιτείας απέναντι στο πρόβλημα.
Και αρκεί να επικαλείται την «καρδιά των ανθρώπων» ή να κάνει απλοϊκές νουθεσίες στους πολίτες; Εκεί εξαντλείται η πολιτική για την προστασία της δημόσιας υγείας, στην επίκληση της συνείδησης του καθενός;
Αναγνώρισε ότι πιέζεται το σύστημα Υγείας. Το ερώτημα είναι γιατί να πιέζεται το σύστημα υγείας, πριν καν μπούμε στο πιο δύσκολο κομμάτι της πανδημίας, το επόμενο δίμηνο, τρίμηνο δηλαδή, όταν η κυβέρνηση είχε όλο το χρόνο και χρήματα στη διάθεσή της να το θωρακίσει για κάθε ενδεχόμενο.
Για την μάσκα είπε ότι είναι θυσία και το μόνο όπλο, όταν τον Μάρτιο έλεγε ότι είναι σχεδόν επικίνδυνη η γενικευμένη χρήση της και τον Σεπτέμβριο τη χαρακτήριζε δίκοπο μαχαίρι!
Η αναφορά στις θυσίες των προγόνων παραπέμπει μάλλον σε απελπισία και βερμπαλισμό τύπου Αλέφαντου. Οι δε προσωπικές αναφορές για 19 ώρες εργασίας (αυτός και ο Τσίπρας με την 17ωρη διαπραγμάτευση έσπασαν τα ρεκόρ φαίνεται) και για αποχή από τα εστιατόρια δεν ενδιαφέρουν κανέναν – εκτός κι αν εννοεί ότι πρέπει να απέχουμε όλοι από τα εστιατόρια.
Διάνθισε δε την ενημέρωση με την προτροπή να αποφεύγει ο κόσμος τα μέσα μαζικής μεταφοράς – λες και οι άνθρωποι συνωστίζονται από καπρίτσιο και όχι για να πάνε στη δουλειά τους. Η κυβέρνηση είχε όλο το χρόνο και τα χρήματα να φτιάξει δημόσιες συγκοινωνίες που να ανταποκρίνονται στις συνθήκες της πανδημίας, αλλά δεν το έκανε. Κουβέντα γι’ αυτό ο κ. Τσιόδρας.
Όπως κουβέντα δεν έκανε ούτε για τα λίγα τεστ, που γίνονται στη χώρα μας, παρότι παραδέχθηκε ότι η ιχνηλάτηση έχει σημασία. Κουβέντα επίσης για τις εκκλησίες – που σύμφωνα με τις μελέτες είναι χώροι υπερμετάδοσης. Κουβέντα για την προβληματική παρακολούθηση ευαίσθητων χώρων, όπως τα γηροκομεία και άλλες δομές.
Ο κ. Τσιόδρας μίλησε ως εκπρόσωπος μίας πολιτικής που ακολουθήθηκε για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Και η οποία μέχρι τώρα απέτυχε. Κι αυτό αντικατοπτρίζεται και στις δηλώσεις του.
ΥΓ: Τον Οκτώβριο μόνο και μάλιστα έως τις 27 του μήνα, οι θάνατοι είναι έφτασαν τους 202, όταν το πρώτο πεντάμηνο της πανδημίας χάσαμε 206 ανθρώπους. Τον Αύγουστο οι νεκροί ήταν 60 και τον Σεπτέμβριο 125. Κάθε μήνα δηλαδή το τελευταίο τρίμηνο, ο ρυθμός θανάτων διπλασιάζεται και με τον αυξημένο αριθμό νοσηλευομένων και διασωληνωμένων το πρόβλημα θα ενταθεί. Παρόλα αυτά το μόνο που νοιάζει ορισμένους είναι να πουν ότι τα πάμε καλύτερα από άλλες χώρες. Είναι θέμα αντίληψης μάλλον.