Ακόμα και (μελο)δραματικές δηλώσεις άκουσα από τον υπουργό Άμυνας για την ανάγκη να ενισχυθούν οι ένοπλες δυνάμεις με κάθε τρόπο, με κάθε κόστος, ακόμη και αν αμφισβητηθούν διαδικασίες και επιλογές, που θα γίνουν!
Κατ’ αρχάς, η δραματοποίηση της υπόθεσης περί της ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων, είναι έμμεση πλην σαφέστατη και μάλλον λανθασμένη ομολογία και παραδοχή αδυναμίας στην παρούσα φάση. Το μόνο, που δεν είπε προς τους Τούρκους ο υπουργός της Άμυνας, πιθανόν από ειλικρινή αφέλεια, είναι… «χτυπάτε μας τώρα που δεν μπορούμε, γιατί μόλις αγοράσω τα όπλα αλίμονό σας».
Δεύτερον, η σπουδή να περιγραφούν δημοσίως όλα τα προβλήματα των ενόπλων δυνάμεων και ως εκ τούτου να αναδειχθεί η ανάγκη των εξοπλισμών, απευθύνεται προφανώς στο εσωτερικό και όχι στο εξωτερικό. Στόχο έχει να πειστούν οι Έλληνες πολίτες και αυτό δεν είναι η καλύτερη τακτική για να στείλεις μήνυμα αποτρεπτικής ικανότητας προς τα έξω. Η κυβέρνηση και κατ’ επέκταση η χώρα, πρέπει να εκπέμπει σιγουριά, ειδικά τέτοιες εποχές. Κυρίως όμως να συμπεριφέρεται με ψυχραιμία και όχι με σπασμωδικές κινήσεις. Ειδικά σε ό,τι αφορά την αμυντική ικανότητα.
Η δε αντίληψη ότι μπορούμε να επιδοθούμε σε μία (νέα) κούρσα εξοπλισμών αποτελεί τουλάχιστον μία φενάκη, καθώς δεν γίνεται να υπάρξει ανταγωνισμός με τους Τούρκους σε αυτό το πεδίο. Ούτε το αντέχουμε πλέον, ούτε ίσως παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο. Αρκούν στοχευμένες κινήσεις και αξιοποίηση συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων για να έχουμε μία σοβαρή αμυντική δυνατότητα. Αυτό το εγγυάται κυρίως το καλά εκπαιδευμένο έμψυχο υλικό των ενόπλων δυνάμεων – ευτυχώς έχουμε από τους καλύτερους. Εν ολίγοις, η αποτρεπτική ικανότητα δεν εγκαταλείπεται, αλλά το παιχνίδι αυτό έχει ένα όριο.
Εκτός κι αν κάποιοι έξυπονοι έχουν δει με αυτό το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα μία… “ευκαιρία” – ανάλογη με αυτή που είδαν κι άλλοι στο παρελθόν, με τα γνωστά φαινόμενα και τα αποτελέσματα, όπως φυλακίσεις. Ας αφήσουν την πλακίτα λοιπόν.
Πάμε τώρα παρακάτω. Ερώτημα: Το θέμα στη σύγχρονη εποχή, όσον αφορά στην αντιμετώπιση κινδύνων, όπως αυτοί που πηγάζουν από την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, είναι κυρίως αμυντικό, ή έχει εξίσου μεγάλη σημασία – αν όχι μεγαλύτερη – η διπλωματία και η οικονομία; Για να το πω αλλιώς, μήπως παίζει πιο καθοριστικό ρόλο από μία φρεγάτα, η ικανότητα της χώρας να κάνει ισχυρές συμμαχίες, να αξιοποιεί όλα τα γεωστρατηγικά της ατού, να διαπραγματεύεται σε όλα τα επίπεδα με καλύτερα αποτελέσματα και, επιπρόσθετα, να εκπονήσει επιτέλους ένα νέο δόγμα στην εξωτερική της πολιτική, αντί να μένει προσκολλημένη σε παλιές αντιλήψεις για τα ελληνοτουρκικά θέματα; Να έχει μία πραγματικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, αντί να γινεται ορντινάντσα του κάθε Τραμπ.
Μήπως θέλει πιο δυναμικές ενέργειες στο διπλωματικό πεδίο, συνδυασμένες όμως με ρεαλισμό και μακριά από εθνικιστικές κορώνες;
Να δούμε λοιπόν κυρίως αυτά. Διότι μία χώρα καθημαγμένη από την οικονομική και κοινωνική κρίση, χωρίς αυτοπεποίθηση, αλλά με εθελοδουλία έναντι των μεγάλων παικτών στη διεθνή σκακιέρα, και με ανοιχτά δεκάδες μέτωπα, δεν μπορεί να προστατευτεί από κανέναν – ευτυχώς, τουλάχιστον, διευθετήθηκε σχετικά καλά το Μακεδονικό. Τουναντίον, μία χώρα καλά προετοιμασμένη σε όλα τα μέτωπα, που θα εκπέμπει το μήνυμα ότι είναι πόλος σταθερότητας και συνεννόησης στην ευρύτερη περιοχή, που θα ξέρει πότε, πώς και τι θα ρίχνει πάνω στο γεωστρατηγικό τραπέζι και πώς θα οχυρώνεται από κάθε άποψη, είναι αυτό που προέχει.