Η παρατεταμένη δημοσκοπική αναιμία του ΣΥΡΙΖΑ και ο φόβος του εκλογικού αιφνιδιασμού το φθινόπωρο, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο μιας ατέρμονης ομφαλοσκόπησης, αναγκάζουν τον Αλέξη Τσίπρα να επανεξετάσει το τελευταίο διάστημα και εν όψει των κρίσιμων εξελίξεων σε οικονομία και Ελληνοτουρκικά την αντιπολιτευτική του στρατηγική.
Από το μείγμα σκληρής κριτικής και προγραμματικής αντιπολίτευσης ο κ. Τσίπρας μετατοπίζεται σε μια γραμμή ολομέτωπης σύγκρουσης, με καθολική απόρριψη των κυβερνητικών επιλογών και άρνηση οποιασδήποτε συναίνεσης ακόμη και σε πεδία όπου μέχρι τώρα είχε δείξει συγκαταβατική διάθεση. Στο μέτωπο της πανδημίας, για παράδειγμα, είναι πλέον αποφασισμένος να επιρρίψει στην κυβέρνηση βαριές ευθύνες ακόμα και στο υγειονομικό κομμάτι, για το οποίο είχε πει καλά λόγια ως προς τη διαχείριση κατά το δίμηνο Μάρτιος – Απρίλιος. Αλλά και στα Ελληνοτουρκικά, φαίνεται πλέον ότι ανάμεσα στη σκληρή «γραμμή ΠΑΣΟΚ» και την ήπια «γραμμή Μπίστη» επιλέγει την πρώτη, έστω κι αν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ οι θιασώτες του διαλόγου με την Τουρκία είναι αρκετοί. Φυσικά η αιχμηρή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση για θέματα οικονομικής πολιτικής, κοινωνικού κράτους, εργασιακών σχέσεων και διαφθοράς παραμένει και θα γίνει ακόμη πιο οξεία, ειδικά εν όψει των οδυνηρών επιπτώσεων που θα έχει σε οικονομία και κοινωνία η ύφεση που προκαλείται από την πανδημία του κορωνοϊού.
Νέα αντιπολιτευτική τακτική
Ο κ. Τσίπρας προσπάθησε για καιρό να εξασκήσει την ικανότητά του σε μια αντιπολίτευση δομικού και εποικοδομητικού χαρακτήρα που θα ενσωμάτωνε βέβαια τον γνωστό καταγγελτικό λόγο και κάποια ακραία ρητορική, αλλά θα έδινε και την εντύπωση μιας ώριμης και υπεύθυνης πολιτικής δύναμης που έχει διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος και ρίχνει βάρος στην προγραμματική αντιπαράθεση. Ωστόσο, αυτή η επιλογή απέτυχε. Είτε για αντικειμενικούς λόγους, καθώς ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης διαχειρίστηκε σχετικά καλά τις μείζονες κρίσεις έως τώρα, όπως δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, είτε για υποκειμενικούς, που έχουν να κάνουν με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε κάπως πιο ορθολογικές συνθήκες από εκείνες της περιόδου 2012-2014.
Η περίοδος των ταλαντεύσεων είναι πιθανό πλέον να λήξει εντελώς, ακόμη και μέσα στον Αύγουστο, αν τα πράγματα ξεφύγουν στο μέτωπο της πανδημίας, είτε αν οι εξελίξεις στα Ελληνοτουρκικά δημιουργήσουν μια νέα κατάσταση. Η προσπάθεια να συνδεθεί η παροχή συναίνεσης -ειδικά στα εθνικά θέματα- με την παύση της σκανδαλολογίας δεν φαίνεται να έχει συνέχεια, είτε γιατί εκθέτει πολιτικά τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε επειδή μειώνονται οι ψευδαισθήσεις ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν θα φτάσει τη διερεύνηση περίεργων (ου μην αλλά σκοτεινών) υποθέσεων μέχρι το τέλος, με δεδομένη μάλιστα και την πίεση που ασκείται από το εσωτερικό της Ν.Δ. και από διόλου ευκαταφρόνητης πολιτικής ισχύος στελέχη της «γαλάζιας» παράταξης.
Ενδεικτική των διαθέσεων του κ. Τσίπρα είναι η στάση απέναντι στη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση σε αυτή τη φάση. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε, έτσι κι αλλιώς, δεχτεί κριτική από το εσωτερικό του κόμματός του για το πώς κινήθηκε -ή δεν κινήθηκε- στην περίοδο της καραντίνας, όταν άρχιζε το πρόβλημα. Τούτη τη φορά, όμως, και εφόσον επιβεβαιωθούν οι φόβοι περί έξαρσης της πανδημίας, ο κ. Τσίπρας έχει αποφασίσει να κατηγορήσει ευθέως την κυβέρνηση ότι έκανε καταστροφικούς χειρισμούς και άφησε τη χώρα στο έλεος του κορωνοϊού. Αιχμή της κριτικής θα είναι, μεταξύ άλλων, η πολιτική για τον τουρισμό και τον έλεγχο των συνόρων, η έλλειψη σχεδίου για την επόμενη φάση της καραντίνας, η πλημμελής προσπάθεια στη λήψη και τήρηση των προστατευτικών μέτρων, τα αντιφατικά μηνύματα της πολιτικής ηγεσίας προς την κοινωνία, η προβληματική πολιτική στο testing, η μη επαρκής ενδυνάμωση και προετοιμασία του συστήματος υγείας.
Στα Ελληνοτουρκικά τα πράγματα είναι περισσότερο δυσδιάκριτα, καθώς υπάρχει θολή εικόνα σχετικά με τα όρια των τουρκικών κινήσεων και τις πιέσεις του διεθνούς παράγοντα – και άρα ως προς τον χρόνο και τον τρόπο εκδήλωσης της όποιας κρίσης ή διπλωματικής κίνησης. Υπάρχει ως δεδομένο όμως στην αντιπολιτευτική φαρέτρα η κριτική στον κ. Μητσοτάκη για τη μη σύγκλιση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών και άρα μη χάραξης ενιαίας εθνικής γραμμής. Επιπλέον, ο κ. Τσίπρας δείχνει να έχει γείρει οριστικά προς την άποψη που εκφράζουν κυρίως οι λεγόμενοι «πασοκογενείς», ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να ξανακερδίσει την πλειοψηφία μόνο εάν εκφράσει την Πατριωτική Αριστερά».
Η σκληρή δήλωση που έκανε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μετά τη συνάντησή του προ δεκαημέρου με τον πρωθυπουργό «είχε κάτι από Ανδρέα Παπανδρέου», σημειώνουν οι καλοί παρατηρητές, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει κόψει τη στενή επικοινωνία για τέτοια θέματα με τους κομματικούς ή την ομάδα των εκσυγχρονιστών κεντροαριστερών (Μπίστης, Λιάκος κ.ά.), που έχουν άλλη λογική για τις σχέσεις με την Τουρκία.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στην κλειστή σύσκεψη για τον χειρισμό της όλης ιστορίας ο κ. Τσίπρας δεν κάλεσε κανένα κλασικό κομματικό στέλεχος παρά μόνο τον πρώην υπουργό Αμυνας Ευάγγελο Αποστολάκη, τον διπλωματικό του σύμβουλο Βαγγέλη Καλπαδάκη και πρώην ηγετικά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.