Η θεώρηση του κ. Τσίπρα περί των «αρμών» θα ήταν απλώς μία δικαιολογία για το πόσο στραβά πήγε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, εάν δεν υπέκρυπτε και μία νοοτροπία εφόδου στο κράτος, ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς και υιοθέτηση του δόγματος «όλα για την κατάκτηση της εξουσίας».
Ξεκάθαρα πράγματα: Η εκτελεστική εξουσία, που ασκείται στο όνομα μίας σεβαστής λαϊκής εντολής ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι δεν έχει αντίβαρα, δεν έχει έλεγχο, δεν έχει όρια. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς η χώρα, ως ένα βαθμό, έχει συνέχεια – για παράδειγμα σε διεθνείς υποχρεώσεις που πιθανόν έχει αναλάβει. Άλλο να προσπαθήσει να ανατρέψει επαχθείς συμφωνίες κι άλλο να μην αναγνωρίζει τίποτα. Ούτε ο Λένιν δεν έκανε τέτοιο πράγμα.
Πάμε παρακάτω: Το ότι μία κυβέρνηση έχει τη λαϊκή εντολή δεν σημαίνει ότι δεν (πρέπει να) κινείται με κάποιους κανόνες, όσο γίνεται κοινά αποφασισμένους. Γι’ αυτό άλλωστε στο Σύνταγμά μας προβλέπονται συναινετικές διαδικασίες για ορισμένες αλλαγές. Αλλιώς κάθε τέσσερα χρόνια θα άλλαζαν τα πάντα και διαρκώς όλα θα ξεκινούσαν από την αρχή.
Για παράδειγμα, υπάρχουν κόμματα που τάσσονται υπέρ της άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν μπορούν όμως με μία λαϊκή εντολή τετραετίας και με απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία να αλλάξουν αυτό το καθεστώς. Χρειάζονται είτε τη συναίνεση της αντιπολίτευσης, είτε μία πανίσχυρη λαϊκή εντολή με υπεραυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία!
Άρα, είναι λάθος η προσέγγιση, που προσδίδει στη λαϊκή εντολή μία απολυτότητα. Εγκληματικό λάθος, γιατί οι λαϊκές εντολές αλλάζουν εύκολα και έρχονται στη διακυβέρνηση και οι αντίπαλοι.
Εκ των υστέρων ο κ. Τσίπρας διευκρίνισε ότι εννοεί το κομματικό κράτος και τους θύλακες της διαφθοράς – ούτε καν τις Ανεξάρτητες Αρχές. Η άποψη αυτή άνευ ουσιαστικής αξίας: Κομματικό κράτος έφτιαξε και ο ίδιος, προβλήματα στη δημόσια διοίκηση υπήρχαν πάντα και για όλες τις κυβερνήσεις και επιπλέον, ποτέ καμία δημοσία διοίκηση δεν εμπόδισε καμία κυβέρνηση να ασκήσει την πολιτική της. Σιγά μην επέβαλαν οι διευθυντές των υπουργείων το τρίτο μνημόνιο ή την υπερφορολόγηση που έσπρωξε τη μεσαία τάξη στον Μητσοτάκη. Αστειότητες.
Για τη διαφθορά: Άλλο να κάνεις πολιτική κυνηγώντας και τη διαφθορά και άλλο να προσπαθείς να κάνεις πολιτική μέσα από το κυνήγι της διαφθοράς. Το πρώτο είναι υγιές και επιβεβλημένο, το δεύτερο σε οδηγεί σε πρακτικές τύπου «να βάλουμε στη φυλακή όσους και όπως μπορούμε για να μείνουμε στη εξουσία»!
Κάπως έτσι την πάτησε με την υπόθεση (σκευωρία, ως φαίνεται) Νοβάρτις. Και έχουμε αυτόν τον τραγέλαφο με τους «προστατευόμενους» μάρτυρες να κρύβονται, όπως ο «Σαράφης». Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος, με προστατευμένα τα στοιχεία τους, νοούνται όσοι καταθέτουν συγκεκριμένα, ακλόνητα και κρίσιμα στοιχεία για την ενοχή ανθρώπων. Αν είναι να καταθέτουν απλώς τη μαρτυρία τους, τότε δεν νοείται προστασία των στοιχείων τους, γιατί η αξία τη μαρτυρίας τους καθορίζεται ακριβώς από την ταυτότητα και το ποιον κάθε μάρτυρα! Μάρτυρες που «έδωσαν» δέκα ανθρώπους, για τους επτά εκ των οποίων έχει ήδη κριθεί ότι δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό, είναι προφανώς αναξιόπιστοι. Και κακώς αξιολογήθηκαν ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος και αποκρύπτεται από την προανακριτική επιτροπή η ταυτότητά τους.
Διότι όσοι χειρίστηκαν όπως χειρίστηκαν την υπόθεση πριν δύο χρόνια έπρεπε να σκεφτούν ότι ρόλο δικαιοσύνης έχει και η Βουλή σε αυτή τη χώρα. Και η σύνθεση της Βουλής μπορεί να αλλάξει στις εκλογές. Εκ του Συντάγματος η Βουλή ελέγχει τους πολιτικούς και άρα, από τη στιγμή που πήγε η υπόθεση σε πολιτικούς, κάποια στιγμή, με τη… λαϊκή εντολή μάλιστα – λαϊκή εντολή δεν έχει η σημερινή κυβέρνηση άραγε; – θα ερευνούσαν και το ενδεχόμενο σκευωρίας! Το είχαν πει προεκλογικά και έλαβαν… λαϊκή εντολή και γι’ αυτό! Άρα, κακώς παραπονούνται τώρα για την τροπή που έχει λάβει η υπόθεση αυτή.
Αν ήθελαν για παράδειγμα όντως «κάθαρση» και χτύπημα της διαφθοράς στη χώρα, χωρίς κομματικές σκοπιμότητες – και ιδίως έχοντας κατά νου να εμφανίσουν τα σκαλπ αντιπάλων τους προς άγρα ψήφων -, ας εμπιστεύονταν τη Δικαιοσύνη. Και ας πρότειναν στη συνταγματική αναθεώρηση, που ξεκίνησαν την απεμπλοκή της Βουλής από δικαστικές υποθέσεις πολιτικών. Και ας πρότειναν επιπλέον την πλήρη ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης με την παύση του διορισμού της ηγεσίας της από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Αλλά, αυτά ήταν μάλλον σε άλλη σφαίρα σκέψης. Πιθανόν επειδή είδαν τη Δικαιοσύνη σαν… αρμό εξουσίας, που μπορούν να τον ελέγξουν – με τη βοήθεια του Παπαγγελόπουλου προφανώς. Και την πάτησαν. Πολιτική χωρίς αρμούς…