Ο Ερντογάν προκαλεί – ξανά. Όποιος δεν το περίμενε και αιφνιδιάστηκε μάλλον βαυκαλίζεται με τις επικοινωνιακές πομφόλυγες κάποιων κυβερνητικών παραγόντων. Οι Ευρωπαίοι ουσιαστικά παρακολουθούν μάλλον αμήχανοι και διχασμένοι, παρά τις διπλωματικές κορώνες ορισμένων κατά της τουρκικής συμπεριφοράς στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Οι Ρώσοι αδιαφορούν, οι αμερικανοί είναι μπερδεμένοι με τον Τραμπ.
Αυτή είναι η κατάσταση. Κι όποιος πιστεύει πραγματικά ότι ο Ερντογάν είναι απομονωμένος διεθνώς πλανάται. Ακόμα κι αν ισχύει αυτό και είναι όντως απομονωμένος, πιθανόν δεν έχει καμία ή έχει ελάχιστη σημασία για τη συμπεριφορά του και τη στρατηγική που έχει χαράξει.
Εάν η ελληνική πλευρά δεν αντιλαμβάνεται αυτά τα δεδομένα, πολύ φοβάμαι ότι θα βρεθεί προ εκπλήξεων στο άμεσο μέλλον.
Ήδη είμαστε μπροστά σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση: Τουρκικό ερευνητικό σκάφος, συνοδευόμενο από πολεμικά πλοία θα αρχίσει αργά ή γρήγορα να σουλατσάρει εγγύτερη των 12 μιλίων σε ελληνικές ακτές. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό. Όσοι αέρηδες και να φυσήξουν, όσα καλώδια κι αν κοπούν, όσο θόρυβο και να κάνουν οι… βουβουζέλες των ελληνικών πλοίων, ο Ερντογάν θα προσπαθεί να διαμορφώνει τετελεσμένα και ενίοτε να πιστεύει (ίσως όχι μόνο αυτός, αλλά και διεθνείς παράγοντες) ότι τα καταφέρνει.
Είναι λύση μία απειλή στρατιωτικής απάντησης; Ενδείκνυται μία κλιμάκωση από ελληνικής πλευράς, ώστε να περιοριστεί το θράσος της Άγκυρας; Μπορεί όντως να οδηγήσει πουθενά μία τέτοια τακτική απέναντι σε μία χώρα που μπλέκεται με κάθε ευκαιρία σε πολεμικά μέτωπα στην ευρύτερη περιοχή; Έχουμε όντως φτάσει στο σημείο που δεν υπάρχει άλλη λύση ώστε να αναμετρηθούμε με στρατιωτικούς όρους;
Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Αλλά πρώτα να δούμε και την άλλη πλευρά. Είναι η ενδεδειγμένη στάση να αρνούμαστε την ύπαρξη διαφορών με τη Τουρκία και να περιορίζουμε το σχετικό κατάλογο στην υφαλοκρηπίδα και τις λεγόμενες θαλάσσιες ζώνες; Ποια είναι η λογική μίας διαρκούς αντιπαράθεσης για όλα, έστω κι αν τα περισσότερα τα προκαλεί η Άγκυρα, αλλά τελικά να μην βρισκόμαστε σε ένα τέλμα, που δεν πάει παρά μόνο προς το χειρότερο;
Μπορούμε πράγματι, για παράδειγμα, να ασκήσουμε το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια παντού και να λέμε ότι δεν μας ενδιαφέρει τι θα κάνει η Τουρκία; Τότε γιατί καμία ελληνική κυβέρνηση εδώ και 25 χρόνια, ούτε καν το εξέτασε;
Και μπορούμε να συζητάμε με άλλους γείτονες και να δεχόμαστε μειωμένη επήρεια νησιών μας, αλλά με την Τουρκία να λέμε ότι δεν υπάρχει καμία συμβιβαστική φόρμουλα.
Μπορούμε να απορρίπτουμε το δικαστήριο της Χάγης (όσοι το απορρίπτουν από ελληνικής πλευράς τέλος πάντων) επειδή δεν θα μας αναγνωρίσει αυτά που πιστεύουμε ότι έχουμε, αλλά τελικά στην πράξη δεν τα έχουμε;
Οι πολεμοχαρείς κραυγές είναι εύκολες για όσους ξέρουν εκ των προτέρων ότι δεν θα πάνε πουθενά εκτός του ασφαλούς γραφείου τους. Είναι εύκολη (και πρόσφορη και συχνά πολιτικά προσοδοφόρα) η πατριδοκαπηλεία απ’ όσους ξέρουν ότι δεν διακινδυνεύουν τίποτα. Και οι εθνικιστικές κορώνες πιο εύκολες ακόμα. Ναι, υπάρχει η στρατιωτική απάντηση. Εύκολη είναι κι αυτή. Αλλά με τι συνέπειες; Διότι υπάρχει ο εξής κίνδυνος εάν επιλέξουμε αυτό τον δρόμο: να φανεί ότι εμείς καταφύγαμε πρώτοι στην στρατιωτική κλιμάκωση και τελικώς να οδηγηθούμε στο τραπέζι δυσάρεστων διαπραγματεύσεων και με χείριστες συνθήκες. Μπορεί, όπως λένε, να αντιληφθεί ο Ενρτογάν ότι «δεν τον παίρνει» και να κάνει πίσω, αλλά εάν δεν βγει το σενάριο; Και τον πόλεμο θα χάσουμε και τις διαπραγματεύσεις θα υποστούμε με τους αρνητικούς όρους!
Ας δούμε λοιπόν και την εναλλακτική, για την οποία απλώς θα επικαλεστώ ένα άρθρο του αείμνηστου Κωστή Στεφανόπουλου, ο οποίος από το 2006 έγραφε (στην Καθημερινή) ότι «η προσφυγή στη Χάγη αποτελεί τη μόνη διέξοδο, γιατί οι διμερείς συνομιλίες με την Άγκυρα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα». Και ότι στο Διεθνές Δικαστήριο θα έπρεπε να τεθούν όλες οι λεγόμενες διαφορές: τα χωρικά ύδατα, η υφαλοκρηπίδα και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών: «Η ελληνική θέση κατά την οποία αναγνωρίζουμε ως μόνη διαφορά τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας δεν είναι σοβαρή… οι διαφορές δημιουργούνται όταν ένα κράτος διατυπώνει αξιώσεις δίκαιες η άδικες κατά του άλλου», προσέθετε με νόημα ξεκαθαρίζοντας βέβαια ότι «δεν τίθεται θέμα γκρίζων ζωνών, καθώς αυτές ανήκουν στη φαντασία της Τουρκίας μόνο, όπως αποδεικνύεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης».