Και από την άλλη διαβάζω τα ρεπορτάζ για την απόφαση του δικαστηρίου που έκρινε την υπόθεση Siemens και τα οποία είναι κατατοπιστικά και αφοπλιστικά με έναν ανατριχιαστικό τρόπο: Το δικαστήριο έκρινε ότι το αδίκημα της δωροδοκίας, με το οποίο κατηγορούνταν αρκετοί από τους καθήμενους στο εδώλιο είναι πλημμέλημα και επειδή τα πλημμελήματα δεν είναι σαν τα κακουργήματα, παραγράφονται σε σχετικά σύντομο χρόνο και πάντως στη συγκεκριμένη υπόθεση είχαν υποπέσει ήδη σε αυτή την παραγραφή. Με τον τρόπο αυτό απηλλάγησαν 27 κατηγορούμενοι – δεν τους λες και λίγους -, άλλοι άγνωστοι στο ευρύ κοινό, άλλοι πιο γνωστοί. Αναρωτιέσαι λογικά: πότε έγινε αυτή η αλλαγή με τη δωροδοκία, πώς, γιατί, ποιοι; Και η απάντηση έρχεται με τη μαγική φράση «ποινικοί κώδικες».
Στην περίφημη, ή μάλλον περιβόητη αλλαγή των ποινικών κωδίκων υπήρξε και αυτή η αλλαγή! Η οποία αλλαγή αλλάζει πάλι, ώστε να γίνει ξανά κακούργημα η «δωροδοκία υπαλλήλου», αλλά στο μεταξύ το δικαστήριο δέχθηκε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση, ισχύει η ευμενέστερη διάταξη για τους κατηγορούμενους και έτσι είχαμε το αποτέλεσμα που είχαμε – και ορισμένους εκ των κατηγορουμένων που απηλλάγησαν να κομπορρημονούν για αθώωση!
Συγκρίνοντας λοιπόν τα δύο θέματα προκύπτει απλώς η απορία: είναι δυνατόν να φωνάζει κάποιος για αυστηροποίηση της συνταγματικής νομοθεσίας σε υποθέσεις διαχείρισης δημοσίου χρήματος και δημοσίου συμφέροντος και την ίδια ώρα να εισάγει στο ποινικό δίκαιο επιεικέστερες διατάξεις; Κι όμως είναι δυνατόν.
Ειδικά για το άρθρο 86 του Συντάγματος, που προβλέπει πώς αντιμετωπίζονται οι πολιτικοί και είναι ήδη υπό αναθεώρηση είναι δυνατόν να επιμένει κανείς για εισαγωγή διάταξης με αναδρομική ισχύ και μάλιστα με μία ερμηνευτική δήλωση της τελευταίας στιγμής; Το μεγάλο πρόβλημα με το άρθρο 86 ήταν η σύντομη αποσβεστική ημερομηνία που προέβλεπε. Αυτό αλλάζει πλέον και άρα έχουμε ένα νέο πιο αυστηρό πλαίσιο. Αλλά δεν εμπόδισε το άρθρο 86 στην άσκηση διώξεων κατά πολιτικών, ούτε στην καταδίκη για ορισμένους εξ αυτών.
Και πάντως είναι προφανές ότι αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνεται με επικοινωνιακούς όρους, ειδικά όταν κάποιος κάνει τα αντίθετα στην πράξη από εκείνα που λέει στα λόγια.