Έτσι την προσφωνούσαν οι περισσότεροι από τις άλλες γειτονιές. Μόνο που ειδικά οι παλαιότεροι, οι «γηγενείς» ας πούμε, αλλά και άλλοι, που ήρθαν αργότερα από τους «πρόσφυγες» στην περιοχή, δεν το έλεγαν ακριβώς με ωραίο τρόπο. Υπήρχε μέσα στον ήχο και την εκφορά της λέξης η απαρέσκεια και η υποτίμηση, αν όχι βαθύτερα και η προσβολή συνδυασμένη με την απόρριψη.
Κι ας ήταν οι άνθρωποι αυτοί Έλληνες κανονικοί, κατατρεγμένοι από τις περιπέτειες του έθνους, που η μοίρα τους έφερε στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα να βρεθούν σε ένα τόπο άγνωστο και, μάλλον αφιλόξενο, όπως αποδείχθηκε. Ακόμη και 50-60 χρόνια μετά η ίδια χροιά, το ίδιο αποκρουστικό νόημα είχαν οι λέξεις που αναφέρονταν στα «Προσφγυγικά» – ήταν ακόμη «Προσφυγικά» και μετά από δεκαετίες, που οι άνθρωποι ζούσαν, εργάζονταν, έκαναν οικογένεια, μετείχαν με κάθε τρόπο στην τοπική κοινωνία.
Είμαι βέβαιος ότι σχεδόν όπου αλλού υπήρχαν «Προσφυγικά» ανά τη χώρα, το κλίμα για τους ανθρώπους αυτούς ήταν πάνω κάτι το ίδιο για δεκαετίες. Όπως άλλωστε ήταν αργότερα και για τους Πόντιους από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Όπως ήταν πάντοτε για τους Ρομά, που ακόμη κι αν ήθελαν να ενσωματωθούν κανονικά στις τοπικές κοινωνίες η ρατσιστική αντιμετώπιση τους αποθάρρυνε. Φυσικά το ίδιο ήταν και με τους Αλβανούς δεν δεκαετία του 90 και αργότερα, μέχρι που ήρθαν άλλοι πιο… «βάρβαροι» για να γίνουν οι στόχοι των Ελληναράδων.
Οι ξένοι είναι «καλοί» όταν μαζεύουν ελιές και φράουλες, όταν φτιάχνουν τα παραπήγματα των «πατρικών», όταν ζωντανεύουν την ύπαιθρο. «Καλοί» βέβαια όταν δεν ζητάνε πολλά. Γιατί όταν έχουν τέτοιο θράσος, ξέρουν οι Ελληναράδες από την Μανωλάδα να τους βάλουν στη «θέση» τους.
Όταν μιλάμε για μία τέτοια χώρα, στο κοινοβούλιο της οποίας βρήκε θέση για μερικά χρόνια ως και μία ναζιστική εγκληματική οργάνωση, δεν μπορείς να περιμένεις καλύτερη υποδοχή για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες των λίγων τελευταίων ετών. Και πάλι καλά να λένε οι άνθρωποι που φύγανε κυνηγημένοι από τον πόλεμο στις δικές τους χώρες, που κάνουν μπάρμπεκιου τα ακροδεξιά κατακάθια με χοιρινό και όχι με τους ίδιους τους πρόσφυγες.
Όχι, δεν είναι ποινικά κολάσιμη, που είπε αφελώς ο βουλευτής Γιαννούλης, η διοργάνωση μπάρμπεκιου με χοιρινό και αλκοόλ έξω από κέντρο φιλοξενίας προσφύγων μόνο και μόνο για να πικαριστούν και προσβληθούν οι άνθρωποι για θρησκευτικούς λόγους. Είναι ζωώδες και απάνθρωπο, αλλά είναι και κάτι περισσότερο: δειλό και άνανδρο. Γιατί τα βάζουν με αδύναμους και διαφορετικούς. Και ακόμη χειρότεροι είναι όσοι τους χαϊδεύουν τα αυτιά. Γιατί ξέρουν κι όμως προτιμούν να διαχειριστούν έτσι ένα μεγάλο πρόβλημα.