Η πολιτική αναταραχή που ξεσήκωσε στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της κυβερνητικής παράταξης, αλλά και στις αντίστοιχες των κομμάτων της αντιπολίτευσης το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών θα μπορούσε να αποτελέσει… case study για τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος.
Όχι για το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ρύθμισης, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, αλλά για τον τρόπο που νομοθετεί η Βουλή, τον ρόλο των βουλευτών ανεξαρτήτως κομμάτων, τις ευθύνες των υπουργών, τους χειρισμούς του πρωθυπουργού και τις αποφάσεις των αρχηγών των κομμάτων. Είναι από τις ελάχιστες φορές στα χρόνια της Μεταπολίτευσης που παρατηρούμε έναν αληθινό πολιτικό διάλογο για το περιεχόμενο ενός νομοσχεδίου. Δεν έχει σημασία αν οι θέσεις και οι απόψεις του καθενός εκ των 300 υπαγορεύονται από τις προσωπικές του πεποιθήσεις ή τις πιέσεις των ψηφοφόρων του. Ο,τι από τα δύο και να συμβαίνει, μπορεί και τα δύο μαζί, σηματοδοτεί ένα ποιοτικό άλμα για τη Δημοκρατία.
Σπάνια ένας πρωθυπουργός δεν θέτει ζήτημα κομματικής πειθαρχίας στους βουλευτές για την ψήφιση ενός νομοσχεδίου και μάλιστα υποδεικνύει ως μια αξιοπρεπή επιλογή την αποχή από την ψηφοφορία. Και όταν η ελαστικότητα επεκτείνεται και στα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου τότε μπορούμε να αντιληφθούμε την πρωτοτυπία του εγχειρήματος. Προφανώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη μία είναι πεπεισμένος ότι πρέπει να προχωρήσει η ρύθμιση του θέματος για κοινωνικούς λόγους και από την άλλη κατανοεί ότι ένα μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης του κόμματος διαφωνεί σφόδρα. Μόνο που δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει όσους διαφωνούν να περάσουν στα κόμματα που κινούνται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Και το καλύτερο ανάχωμα είναι οι 40-50 βουλευτές που, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν θα το ψηφίσουν.
Τα κόμματα εξουσίας είναι και πρέπει να είναι πολυσυλλεκτικά για να συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά που απαιτούνται για να φθάσουν στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Για να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος πρέπει να υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής ιδεολογικών θέσεων και πολιτικών απόψεων για σοβαρά ζητήματα, αλλά από εκεί και πέρα πρέπει να παραχωρείται σχετική ευελιξία. Αν κάποιος διαφωνεί με τον γάμο για τα ομόφυλα ζευγάρια δεν σημαίνει ότι είναι αντίθετος με το υπόλοιπο κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο πολίτης προσφέρει τη στήριξή του σε ένα κόμμα με γνώμονα ένα ευρύτερο πλαίσιο αρχών και θέσεων, αλλά δεν ταυτίζεται σε κάθε σημείο. Αλλωστε δύο ψηφοφόροι δεν μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους σε όλα, θα το επιτύχει ένα κόμμα με τα εκατομμύρια των υποστηρικτών του;
Είναι από τις λίγες φορές που οι βουλευτές, πριν ψηφίσουν, διαβουλεύονται όχι μόνο με την κομματική ηγεσία, αλλά και με τους ψηφοφόρους. Αυτό είναι το σωστό και το υγιές σε μια Δημοκρατία. Σημασία έχει τι θέλει και τι πιστεύει ο πολίτης και όχι τι επιτάσσει η κομματική ντιρεκτίβα. Προφανώς και στο συγκεκριμένο θέμα υπάρχουν αποκλίνουσες απόψεις στην κοινωνία, όλες πρέπει να εκφραστούν, και στο τέλος εκείνος που έχει την ευθύνη και το προνόμιο της διακυβέρνησης μιας χώρας παίρνει τις αποφάσεις του. Σε καμία από τις… κανονικές Δημοκρατίες της Δύσης η ψήφος ενός βουλευτή δεν είναι δεδομένη.
Στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, πολλές φορές και στη Γαλλία ή στη Γερμανία οι υπουργοί δίνουν μάχη για να πείσουν τους βουλευτές να ψηφίσουν ένα σχέδιο νόμου. Και πολλές φορές αναγκάζονται να το αλλάξουν ή να το αποσύρουν. Κάτι αντίστοιχο θα έπρεπε να γίνεται και στην Ελλάδα – πόσο μάλλον αν επιτέλους είχαμε σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Δηλαδή κανένας υπουργός να μην είναι ταυτόχρονα και βουλευτής. Οποιος εκλέγεται και θέλει χαρτοφυλάκιο να παραδίδει την έδρα του στη Βουλή στον πρώτο επιλαχόντα.
Το πρόβλημα της κομματικής πειθαρχίας δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Εκεί οι αντιδράσεις μπορεί να είναι λιγότερες σε αριθμό, αλλά πιο βαθιές και πιο επικίνδυνες. Καταρχήν και ανάμεσα στους ψηφοφόρους των κομμάτων της αντιπολίτευσης υπάρχουν πολλοί που διαφωνούν με τη ρύθμιση για τον γάμο των ομοφύλων και κυρίως για την τεκνοθεσία. Τα κομματικά επιτελεία στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ έχουν ένα μεγάλο δίλημμα. Να χτυπήσουν την κυβέρνηση ή να στοιχηθούν πίσω από τον «νεωτερισμό» ενός συντηρητικού κόμματος, όπως χαρακτήρισε την πρωτοβουλία του ο πρωθυπουργός; Ο μόνος τρόπος να το αντιμετωπίσουν είναι η ψήφος κατά συνείδηση.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης φαίνεται να καταλήγει σε αυτή την επιλογή, ενώ ο Στέφανος Κασσελάκης μπήκε σε μία ακόμη περιπέτεια με τα μπρος πίσω στο θέμα της κομματικής πειθαρχίας που έθεσε. Το θέμα του γάμου των ομοφύλων θα έπρεπε να αποτελέσει την αφετηρία για να καθιερωθεί για πάντα και για όλα τα θέματα η ψήφος των βουλευτών κατά συνείδηση. Αν συνέβαινε αυτό η κοινωνία θα επέβαλε τις λύσεις που πραγματικά θέλει για τα προβλήματά της και το πολιτικό σύστημα θα κέρδιζε κύρος και αξιοπιστία.