Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από δω και πέρα εξαρτάται από τη δυνατότητα των τραπεζών να τη χρηματοδοτήσουν. Και η δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις εξαρτάται από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Το φαινομενικά παράδοξο αυτό συμπέρασμα προκύπτει από τις απαντήσεις των κορυφαίων τραπεζικών στελεχών στα ανάλογα ερωτήματα, οι οποίες παρ’ όλα αυτά εξηγούν τελικά το τι πράγματι συμβαίνει.
Πρόκειται περί ενός φαύλου κύκλου αδυναμίας τραπεζών και επιχειρήσεων που οφείλεται στη μακροχρόνια κρίση της ελληνικής οικονομίας. Αλλά εξηγείται και ελπίζουμε να διορθωθεί: για να βγάλουν κέρδη οι τράπεζες πρέπει να δίνουν δάνεια. Τα δάνεια προσφέρουν τόκους στις τράπεζες, ενώ αντίθετα οι καταθέσεις είναι κόστος για τις τράπεζες.
Ομως οι τράπεζες έχουν μεγάλη δυσκολία να δώσουν δάνεια στις ελληνικές επιχειρήσεις, κυρίως στις μικρές και μεσαίες, διότι, σύμφωνα με τα τραπεζικά στελέχη, οι περισσότερες από αυτές δεν πληρούν τα κριτήρια που απαιτούνται για να χρηματοδοτηθούν. Οι ισολογισμοί τους είναι ζημιογόνοι, όταν υπάρχουν κέρδη είναι περιορισμένα, πολλοί επιχειρηματίες βρίσκονται στον «Τειρεσία» μετά την υπερδεκαετή οικονομική κρίση της χώρας. Συνεπώς οι επιχειρήσεις στερούνται χρηματοδότησης για να αναπτυχθούν και οι τράπεζες δεν μπορούν να τους δώσουν δάνεια για να βγάλουν κέρδη.
Πώς λοιπόν θα επιτευχθεί η ταχεία ανάπτυξη σε μια οικονομία που στερείται χρηματοδότησης;
Η απάντηση των τραπεζών είναι ότι θα δώσουν καταρχάς δάνεια μέσω της λιανικής τραπεζικής, χρησιμοποιώντας μάλιστα τις νέες τεχνολογίες που προσφέρουν το online και το mobile banking. Θα δίνουν δηλαδή πολύ μικρά καταναλωτικά δάνεια, ουσιαστικά με αυτόματη ηλεκτρονική έγκριση χωρίς περίπλοκες διαδικασίες, μόλις κάποιος καταναλωτής κάνει το αίτημα δανειοδότησης από το κινητό του.
Η χορήγηση αυτών των καταναλωτικών δανείων θα προσφέρει στις τράπεζες κέρδη από το 2022, μαζί με ορισμένες άλλες κατηγορίες δανείων όπως τα στεγαστικά για τα οποία υπάρχει ήδη ζήτηση και τα δάνεια σε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια χρηματοδότησης. Για να πετύχουν την απόδοση 10% επί του κεφαλαίου τους που ζητούν οι νέοι, ξένοι και πολύ απαιτητικοί μέτοχοι των τραπεζών, οι τράπεζες θα περιορίσουν το κόστος λειτουργίας τους και τις μη παραγωγικές δαπάνες τους και θα αυξήσουν τις προμήθειες που χρεώνουν στους πελάτες τους, ιδιώτες και επιχειρήσεις. Μέσω αυτών των καναλιών οι τράπεζες ελπίζουν να πετύχουν τους στόχους κερδοφορίας.
Σταδιακά, ο ρυθμός απεμπλοκής της ελληνικής οικονομίας από τη μακροχρόνια ύφεση που ήδη έχει ξεκινήσει από φέτος και ο ρυθμός ανάπτυξής της που είναι εντυπωσιακός σήμερα, αναμένεται να επιταχυνθούν από την αύξηση της κατανάλωσης και σε αυτό θα συμβάλουν και τα λιανικά τραπεζικά δάνεια. Ετσι, εκτιμούν οι τράπεζες, θα καταφέρουν οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις να βελτιώσουν τους ισολογισμούς τους και σταδιακά θα αρχίσουν να αυξάνονται οι επιχειρήσεις που πληρούν τα κριτήρια τραπεζικής χρηματοδότησης. Και εφόσον αυτό συμβεί, οι τράπεζες θα αρχίσουν να χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις για να πραγματοποιήσουν επενδύσεις. Αυτό θα ξεκινήσει σταδιακά μέσα στο 2022 και θα επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια.
Με λίγα λόγια, το σενάριο που περιγράφουν οι τραπεζίτες είναι ότι η πρώτη ώθηση θα δοθεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από την κατανάλωση ώστε βελτιώνοντας τους ισολογισμούς τους να γίνουν επιλέξιμες για χρηματοδότηση και έτσι να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις που θα συμβάλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Μέσω αυτής της διαδικασίας οι τράπεζες θα καταφέρουν να αυξήσουν την κερδοφορία τους ώστε να αυξηθεί και η αξία τους στο Χρηματιστήριο, αλλά και μελλοντικά να προσφέρουν ικανοποιητικές μερισματικές αποδόσεις.
Ολα αυτά βεβαίως μένει να αποδειχτούν. Αλλά και στην περίπτωση που τα πράγματα βαίνουν καλώς και το αισιόδοξο αυτό σενάριο επαληθευτεί, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και άλλα δυο-τρία προβληματάκια που ήδη έχουν εντοπιστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οτι τα μαζικά καταναλωτικά δάνεια θα επιταχύνουν αφενός τον πληθωρισμό που τσιμπάει παγκοσμίως και αφετέρου τις εκροές συναλλάγματος, αφού δυστυχώς η Ελλάδα εισάγει πάρα πολλά καταναλωτικά προϊόντα.
Το δεύτερο είναι ότι ναι μεν οι τράπεζες καθάρισαν από τα κόκκινα δάνεια που τα πούλησαν στα ξένα funds και κυνηγάνε τώρα να τα εισπράξουν οι servicers, αλλά η αγορά δεν ξεμπέρδεψε από αυτά. Το σύνολο των κόκκινων δανείων παραμένει σαν βαρίδι στις επιχειρήσεις και στους πολίτες οι οποίοι είναι αντιμέτωποι με τις εισπρακτικές εταιρείες. Και οι εισπρακτικές και οι servicers -προς το παρόν- ελέγχονται πλημμελώς από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία τώρα πλέον έχει αντιληφθεί το πρόβλημα και αυξάνει την εποπτεία της σε αυτή την ιδιότυπη αγορά.
Μέχρι λοιπόν να πάρουν μπρος οι χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων και οι επενδύσεις και έως ότου απαλλαγεί η αγορά από τα κόκκινα δάνεια και τους servicers, η ελληνική οικονομία δεν θα ζήσει ανέφελες ημέρες.