Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παγκόσμια οικονομία γνώρισε μια αναπτυξιακή τροχιά που ήταν αδιανόητη τις προηγούμενες δεκαετίες.
Βλέποντας κανείς το παρακάτω γράφημα (που δείχνει, με μπλε γραμμή, τις περιόδους ύφεσης στις ΗΠΑ από το 1854 μέχρι σήμερα), θα συμπεράνει ότι οι οικονομίες λειτουργούν πλέον σε μια νέα πραγματικότητα και ότι οι υφέσεις έχουν γίνει ένα σπάνιο φαινόμενο.
Είναι όμως βιώσιμη αυτή η πραγματικότητα;
Και αν ναι, με τι κόστος;
Στις δεκαετίες του ´80 και του ’90, εφαρμόστηκαν πολιτικές που ευνοούσαν την επιχειρηματικότητα και τις επιχειρήσεις.
Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης έφερε τεράστια οφέλη και βοήθησε να μειωθεί η ανεργία σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η δημιουργία σύνθετων προϊόντων χρηματοδότησης (financial engineering) έδωσε στον κόσμο τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί το κεφάλαιο πιο αποτελεσματικά από ποτέ. Η κατάργηση του νόμου Glass Steagall το 1999 επέτρεψε στις τράπεζες να μπορούν να έχουν την εμπορική και επενδυτική τραπεζική κάτω από την ίδια στέγη, γεγονός που τροφοδότησε με ακόμα μεγαλύτερη ρευστότητα τις οικονομίες. Η συνολική μόχλευση αυξήθηκε και η παγκόσμια οικονομία συνέχισε την αναπτυξιακή πορεία της. Παράλληλα, η παγκοσμιοποίηση προστέθηκε σε όλα αυτά και ο κόσμος έγινε πιο διασυνδεδεμένος από ποτέ.
Ωστόσο, για να διατηρηθεί αυτό το σύστημα ανέπαφο, καταργήσαμε την ιδέα της αποτυχίας, τον μηχανισμό «εκκαθάρισης» της φύσης. Οι υφέσεις μπορεί να έχουν αρνητική χροιά, αλλά έχουν έναν ζωτικό ρόλο στις κεφαλαιαγορές και στη μακροζωία μιας ελεύθερης οικονομίας. Η ύφεση είναι ο μηχανισμός εκκαθάρισης με τον οποίο οι «κακοί» και μη παραγωγικοί παράγοντες της οικονομίας αποσύρονται και δίνουν χώρο σε νέους παράγοντες να εισέλθουν στην αγορά. Οι υπερβολές δεν καταλήγουν να γίνουν «πολύ μεγάλες για να αποτύχουν» και ο οικονομικός ιστός επανέρχεται σε μια ισορροπία.
Με την «εξάλειψη» των υφέσεων, επιτρέψαμε στους μη παραγωγικούς παράγοντες να παραμείνουν στο σύστημα, επιβραβεύοντας με αυτόν τον τρόπο την κακή διαχείριση. Για να συντηρηθεί λοιπόν αυτό το μοντέλο ανάπτυξης (χωρίς μεγάλες υφεσιακές παρεμβολές) προσφύγαμε σε ένα μοντέλο που χρειαζόταν όλο και περισσότερη μόχλευση για να συντηρηθεί.
Μιλάμε για ανάπτυξη, αλλά δεν μιλάμε καθόλου για το χρέος. Το χρέος είναι κομμάτι της μελλοντικής ανάπτυξης που έρχεται μπροστά στον χρόνο. Το επιχείρημα είναι ότι το χρέος θα χρησιμοποιηθεί τόσο αποτελεσματικά που η ανάπτυξη της οικονομίας θα είναι ταχύτερη της αύξησης του χρέους, επιτρέποντας έτσι μια πιο αποτελεσματική κατανομή των οικονομικών πόρων. Διατηρώντας όμως «ζωντανούς» τους μη παραγωγικούς παράγοντες της οικονομίας φέραμε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Το παγκόσμιο ΑΕΠ σήμερα είναι περίπου 94 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το παγκόσμιο χρέος υπερβαίνει πλέον τα 300 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Κάθε φορά που μια κρίση ή μια ύφεση είναι στον ορίζοντα, πολιτικοί και κεντρικοί τραπεζίτες σπεύδουν να «ρίξουν στην οικονομία» χρήματα για να την αποτρέψουν. Τώρα φανταστείτε κάθε φορά που αρρώσταινε με γρίπη κάποιος να έπαιρνε αντιβιοτικά, μόνο και μόνο για να μη γίνει χειροτέρα. Δύο προβλήματα είναι πιθανό να προκύπταν: α) κάθε φορά που θα αρρώσταινε, θα χρειαζόταν όλο και πιο ισχυρά αντιβιοτικά για να θεραπεύσει την οποιαδήποτε ασθένεια, δεδομένου ότι ο οργανισμός του θα τα συνήθιζε και β) μπορεί η αρρώστια να ήταν αρκετά πιο σοβαρή από μια απλή γρίπη οπότε η άμεση χρήση αντιβιοτικών να «έκρυβε» βραχυπροθέσμα ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα υγείας, επιτρέποντας στον ασθενή να αισθανθεί καλύτερα βραχυπρόθεσμα, χωρίς όμως να θεραπεύει το πραγματικό το υποκείμενο πρόβλημα της υγείας του.
Αυτό κάνουν σήμερα οι ηγέτες σε όλον τον κόσμο. Για να αποτρέψουν οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη κρίση, είναι πρόθυμοι να κάνουν «ό,τι χρειαστεί», όπως είχε πει και ο Μάριο Ντράγκι.
Αλλά όπως είπε ο οικονομολόγος και εκπαιδευτικός του 19ου αιώνα Φρεντερίκ Μπαστιά, στην αρχική του παράγραφο του άρθρου με τίτλο «Τι φαίνεται και τι δεν φαίνεται»:
«Στην οικονομική σφαίρα, μια πράξη, μια συνήθεια, ένας θεσμός, ένας νόμος δεν παράγει μόνο ένα αποτέλεσμα αλλά παράγει μια σειρά αποτελεσμάτων. Από αυτά τα αποτελέσματα, μόνο το πρώτο είναι άμεσο. Εμφανίζεται ταυτόχρονα με την αιτία του. Φαίνεται. Τα υπόλοιπα αποτελέσματα εμφανίζονται μόνο στη συνέχεια. Δεν φαίνονται. Είμαστε τυχεροί αν τα προβλέψουμε».
Οι ηγέτες έχουν επικεντρωθεί στα άμεσα αποτελέσματα και δυστυχώς καθόλου στα μακροπρόθεσμα. Καθώς μιλάμε, οι υπερβολές στην παγκόσμια οικονομία είναι πιο μεγάλες από ποτέ. Αυτές κάποια στιγμή θα πρέπει με κάποιον τρόπο να εκκαθαριστούν.
Θα είναι συναρπαστικό να δούμε πώς θα είναι η επόμενη δεκαετία. Κατά τη γνώμη μου, οι πληθωριστικές πιέσεις που βλέπουμε αυτή τη στιγμή είναι πιθανό να παραμείνουν, μπορεί όχι στον σημερινό βαθμό, αλλά δύσκολα θα εξαλειφθούν. Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπιστούν τα άμεσα προβλήματα που «φαίνονται» είναι πιθανό να δούμε πολιτικές που θα ευνοούν την εργασία έναντι των επιχειρήσεων και της επιχειρηματικότητας, γεγονός που θα έχει βαθιά επίδραση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν σήμερα οι οικονομίες.
*Ο Μιχάλης Νικολέτος είναι οικονομικός αναλυτής. Το άρθρο είναι μετάφραση από το πρωτότυπο στα Αγγλικά, που δημοσιεύτηκε στο newsletter Lykeion ΕΔΩ