Σε λίγες ημέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και παρόλο που δεν είναι ορατό πότε και πώς θα τελειώσει αυτή η υπόθεση, το βέβαιο είναι ότι η Ευρώπη έχει αλλάξει ριζικά.
Ο πόλεμος παρόξυνε την ενεργειακή κρίση και οδήγησε τις τιμές στα ύψη. Σήμερα οι τιμές της ενέργειας υποχωρούν, με αποτέλεσμα οι πιέσεις στον πληθωρισμό από τη συγκεκριμένη αιτία να εκτονώνονται προς ανακούφιση καταναλωτών και κυβερνήσεων.
Η κατάσταση στον ενεργειακό τομέα, όμως, δεν πρόκειται ποτέ να επανέλθει στα προ εισβολής επίπεδα. Η ενεργειακή διασύνδεση της Ευρώπης με τη Ρωσία έχει διαρραγεί και η Γηραιά Ηπειρος προσδένεται όλο και περισσότερο στο αμερικανικό ενεργειακό λόμπι.
Τη στιγμή μάλιστα που η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει τρωθεί από την ενεργειακή κρίση, αυτή δέχεται και δεύτερο πλήγμα από τις κρατικές επιδοτήσεις που δίνει η κυβέρνηση των ΗΠΑ για να ενισχύσει την αμερικανική παραγωγή «πράσινων» προϊόντων, όπως ηλεκτρικά οχήματα και μπαταρίες. Τα κίνητρα οδηγούν μεγάλες ευρωπαϊκές και ασιατικές βιομηχανίες σε αναθεώρηση των επενδυτικών τους σχεδίων, τα οποία στρέφουν προς τις ΗΠΑ, ενώ όλο και περισσότεροι αξιωματούχοι και επιχειρηματίες ομολογούν ανοιχτά ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η αποβιομηχανοποίηση της Ευρώπης.
Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επιδοτούν και την παραγωγή εξελιγμένων επεξεργαστών (τσιπάκια), τα οποία χρησιμοποιούνται παντού και αποτελούν το κλειδί για την τεχνητή νοημοσύνη, η οποία διασφαλίζει όχι μόνο οικονομική ανταγωνιστικότητα, αλλά και στρατιωτική υπεροπλία.
Την ίδια ώρα η αμερικανική κυβέρνηση επιβάλλει εμπάργκο στις εξαγωγές επεξεργαστών στην Κίνα και πιέζει και τις ευρωπαϊκές χώρες να ακολουθήσουν. Ομως για την Ευρώπη η Κίνα είναι ένας πολύ σημαντικός εμπορικός εταίρος (ο μεγαλύτερος για τη Γερμανία), επομένως εάν μπει σε οικονομικό πόλεμο για τα τσιπάκια θα διαταράξει τις σχέσεις με το Πεκίνο.
Με άλλα λόγια, η Ευρώπη αντικαθιστά τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες με αμερικανικούς, ενώ και η πολυδιαφημισμένη ευρωπαϊκή «πράσινη μετάβαση» απ’ ό,τι φαίνεται θα γίνει με τεχνολογίες και προϊόντα made in USA.
Είναι σαφές ότι οι εξελίξεις που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο τρόπος που αντέδρασε η Ε.Ε. έχουν πλήξει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και έχουν αυξήσει την εξάρτηση της Γηραιάς Ηπείρου από τις ΗΠΑ σε όλα τα πεδία, μεταξύ των οποίων και η άμυνα.
Η Βορειοατλαντική Συμμαχία, από «εγκεφαλικά νεκρή», όπως τη χαρακτήριζε μέχρι πρότινος ο Εμανουέλ Μακρόν, έχει πλέον… αναστηθεί και εξελίσσεται σε έναν παγκόσμιο αμυντικό βραχίονα ο οποίος θα περιλάβει σταδιακά και την Ιαπωνία, όπως μας πληροφόρησε ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Τόκιο, υποδεικνύοντας μάλιστα ότι θα βρίσκεται απέναντι όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Κίνα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η Κομισιόν έχει θάψει στα συρτάρια της τα σχέδια επί χάρτου για ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία και υπερθεματίζει κάθε φορά που η Ουάσινγκτον καλεί σε κυρώσεις και άλλα μέτρα… ευρω-απομόνωσης, όπως είναι σήμερα το εμπάργκο για τα τσιπάκια, το οποίο εμμέσως προανήγγειλε προ ημερών ο αρμόδιος επίτροπος Τιερί Μπρετόν.
Αλλά και οι ευρωπαϊκές ηγεσίες μοιάζουν αδύναμες και διχασμένες. Η Γερμανία θα υλοποιήσει αμυντικές δαπάνες-μαμούθ, αλλά αντί να δει μια ευκαιρία να προχωρήσουν τα σχέδια ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας που «ονειρεύεται» ο Γάλλος πρόεδρος, το Βερολίνο ανακοίνωσε την αγορά αμερικανικών F-35.
Μια ψυχρή αποτίμηση των γεγονότων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πρότζεκτ της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει πληγεί βαθιά από τον πόλεμο στην Ουκρανία και η Ε.Ε. εξελίσσεται σε ένα παρακολούθημα των ΗΠΑ, οι οποίες εστιάζουν όλους τους σχεδιασμούς τους στην αντιπαράθεση με την Κίνα. Η λογική λέει ότι η αποδυνάμωση της Μόσχας, η οποία θεωρείται «φυσικός εταίρος» της Κίνας, και η «απόσχιση» της Ευρώπης από την Κίνα θα μπορούσαν να είναι μέρος τέτοιων σχεδιασμών.
Υπό διαφορετικές συνθήκες η Ε.Ε. θα μπορούσε να είχε αναλάβει δικές της πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες ειρήνευσης και διαμεσολάβησης, με γνώμονα τα ευρωπαϊκά συμφέροντα και να κινηθεί ανάλογα.
Αυτό θα έκαναν πραγματικοί «ευρωπαϊστές».