Ενα πρόβλημα που αρχίζει να γίνεται όλο και πιο αισθητό με την πορεία του χρόνου είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη δεν δείχνουν να έχουν αντιληφθεί ότι όλα όσα συμβαίνουν σήμερα δεν δημιουργούν προσωρινά προβλήματα, αλλά αποτελούν αλλαγή υποδείγματος. Η πολιτική συζήτηση αναλίσκεται στην αντιμετώπιση των συγκυριακών προβλημάτων και σε επιμέρους προσαρμογές για να ξεπεραστούν τα ζητήματα που έφερε στο προσκήνιο ο πόλεμος, σαν να πρόκειται για μια κακή περίοδο η οποία θα περάσει και θα επανέλθει η πολυθρύλητη «κανονικότητα».
Στην πραγματικότητα, ζούμε σε μια εποχή που φέρνει θεμελιώδεις αλλαγές και επιβάλλει την αναθεώρηση πολλών πραγμάτων τα οποία σήμερα θεωρούνται δεδομένα.
Μια εξέλιξη που δείχνει μη αναστρέψιμη είναι η υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης. Τα στοιχεία για τις διεθνείς εμπορικές ροές έδειχναν μια τέτοια τάση τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά η πανδημία και ο πόλεμος επιταχύνουν τις εξελίξεις.
Η περίοδος της απρόσκοπτης μεταφοράς παραγωγικών μονάδων σε χώρες με χαμηλό κόστος και της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων και υπηρεσιών πέρασε. Οι διεθνείς συναλλαγές ασφαλώς δεν θα σταματήσουν, αλλά θα γίνονται όλο και πιο δύσκολες και πιο ακριβές. Το να εξαρτάται σήμερα ένα προϊόν από πρώτες ύλες και τεχνογνωσία που είναι διάσπαρτες σε τρεις ηπείρους και δεκάδες χώρες θεωρείται πρόβλημα. Ολες οι πολυεθνικές ανασυγκροτούν τις αλυσίδες παραγωγής και εφοδιασμού περιορίζοντάς τες στη δική τους περιφέρεια.
Οι αλλαγές αυτές φέρνουν ακριβότερα προϊόντα και υπηρεσίες, με άλλα λόγια μια μακρά περίοδο πληθωριστικών πιέσεων, ειδικά για την Ευρώπη, η οποία επιχειρεί ριζική αναδιάρθρωση του ενεργειακού της προφίλ, διαδικασία που θα έχει και αυτή σημαντικό κόστος. Και βέβαια δεν είναι μόνο το κόστος, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο και το θέμα της επάρκειας αγαθών και την απειλή της επισιτιστικής κρίσης.
Η «αποπαγκοσμιοποίηση», σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές ανατροπές που έχουν ενεργοποιηθεί, αναδεικνύουν το ζήτημα της αυτάρκειας και της σημασίας που έχει η εγχώρια παραγωγή, ειδικά σε στρατηγικούς τομείς, όπως η ενέργεια, τα τρόφιμα, τα φάρμακα, το ιατρικό υλικό κ.ά.
Η καινούργια πραγματικότητα φέρνει στο προσκήνιο νέες ανάγκες οικονομικού -και όχι μόνο- σχεδιασμού, που θα πρέπει να θέσει νέες προτεραιότητες, οι οποίες θα απαντούν ακριβώς στις νέες ανάγκες: διατροφική επάρκεια, αν όχι αυτάρκεια, ενεργειακή ασφάλεια και, βέβαια, πολιτικές που θα διασφαλίσουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών που καταστρέφεται -αθόρυβα αλλά επώδυνα- από τον πληθωρισμό.
Τέτοιες πολιτικές, βέβαια, δεν υπηρετούνται από το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα που ακολουθείται τυφλά, είτε από ιδεολογική εμμονή είτε από τη δύναμη της συνήθειας και της αδράνειας.
Οι νέες συνθήκες καθιστούν ανεπίκαιρο -και ίσως επικίνδυνο- το μονοσήμαντο δόγμα της ανάπτυξης μέσω εξαγωγών, τις ιδιωτικοποιήσεις κρίσιμων και στρατηγικών υποδομών (κατ’ εξοχήν στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες και την αμυντική βιομηχανία) και των ανοιχτών συνόρων στις ξένες επενδύσεις στον βαθμό που οδηγούν σε έναν άκριτο και άκρατο αφελληνισμό επιχειρήσεων. Τώρα είναι η εποχή του κράτους, του εθνικού παραγωγικού σχεδιασμού με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και την εθνική οικονομική -και όχι μόνο- συσπείρωση.
Ασφαλώς, υπάρχει και η ευρωπαϊκή διάσταση, αλλά… με κάποιο μέτρο και με επίγνωση των περιορισμών που ορίζουν αφενός η αβελτηρία της Ε.Ε. να προχωρήσει σε πολιτική ενοποίηση, αλλά και η απλή αλήθεια, ότι την κρίσιμη ώρα οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες κοιτάζουν καθεμιά το δικό της στενό συμφέρον και δεν διστάζουν να ταυτιστούν με αντιπάλους ενός κράτους-μέλους εάν κάτι τέτοιο τις συμφέρει.
Ειδικά για την Ελλάδα, όπου έχει συντελεστεί εκτεταμένη αποβιομηχάνιση και η διατροφική αυτάρκεια είχε χαθεί ήδη από τις πρώτες δεκαετίες της συμμετοχής στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά, το νέο σκηνικό επιβάλλει δραστικές αλλαγές νοοτροπίας και σχεδιασμού.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι κατά πόσον το πολιτικό σύστημα είναι σε θέση να αντιληφθεί το νέο περιβάλλον, να επεξεργαστεί σχέδιο και να προχωρήσει στις απαραίτητες συνεννοήσεις και ενδεχομένως συναινέσεις με τις κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις, ώστε να προχωρήσουν οι αναγκαίες αλλαγές.