Η εικόνα της οικονομίας αποτυπώνεται με εξαιρετική σαφήνεια στην τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ που δημοσιεύτηκε προχθές. Είναι μια εικόνα γενικά καλή, η οποία όμως έχει και σκιές που σήμερα μεν δεν αποτελούν πρόβλημα, αλλά μελλοντικά και ανάλογα με τις συγκυρίες μπορεί να μετατραπούν σε σοβαρούς κινδύνους. Η υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης είναι λογική, στο πλαίσιο της γενικότερης υποχώρησης του αντίστοιχου ρυθμού ολόκληρης της Ευρώπης, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των επιτοκίων. Στην Ελλάδα, όμως, θα έπρεπε να επιδιώκουμε πολύ ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης εφόσον βρισκόμαστε πολύ χαμηλά σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους στο επίπεδο ζωής γενικώς και στην παραγωγή ειδικότερα.
Για να πετύχουμε ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης χρειάζεται άλλη πολιτική από αυτή που ακολουθεί η κυβέρνηση. Χρειάζεται μια πολιτική που θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και θα αυξήσει τις επενδύσεις και την αποταμίευση.
Αυτή η πολιτική περιλαμβάνει σημαντική μείωση του μη μισθολογικού κόστους (δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών, κάποιων φόρων, του κόστους της γραφειοκρατίας), χρειάζεται όμως περαιτέρω απλοποίηση των διαδικασιών για επενδύσεις -όχι μόνο για τις ξένες αλλά και για τις ελληνικές-, ενίσχυση του υπάρχοντος παραγωγικού μοντέλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που διαχέουν το χρήμα και τα κέρδη στην εγχώρια αγορά και όχι εμμονική πολιτική ενίσχυσης των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και των πολύ μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων.
Οι επενδύσεις μειώθηκαν φέτος σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, κι αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα επενδυτικό κύμα σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά κερδοσκοπικές επενδύσεις μικρής διάρκειας σε ακίνητα κυρίως. Το ΙΟΒΕ επισημαίνει στην έκθεσή του ότι οι επενδύσεις γίνονται κυρίως σε κατασκευές και ακίνητα και ότι στόχος της οικονομικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι η αύξηση των επενδύσεων στη μεταποίηση και σε παραγωγικούς κλάδους, ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές προϊόντων. Το 2023 μειώθηκαν οι επενδύσεις σε όλους τους παραγωγικούς κλάδους που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν βιώσιμη ανάπτυξη για την οικονομία, αύξηση των θέσεων εργασίας και εισοδήματα.
Ο κλάδος των υπηρεσιών είναι πολύ ισχυρός και προσφέρει σημαντική βοήθεια στο ισοζύγιο πληρωμών (στις διεθνείς μας συναλλαγές) αλλά το μεγάλο έσοδο προέρχεται από τον τουρισμό και η βελτίωσή του κατά το 2023 οφείλεται στο ότι ήταν χρονιά ρεκόρ για τον τουρισμό. Τα έσοδα από τον τουρισμό είναι ευπρόσδεκτα και μακάρι να διατηρούνται υψηλά ή, ακόμη καλύτερα, να αυξάνονται, αλλά το ζητούμενο είναι να αυξηθούν και τα έσοδα από εξαγωγές αγαθών που είναι πολύ χαμηλές. Βασική αιτία για το χαμηλό επίπεδο των εξαγωγών αγαθών είναι η χαμηλή παραγωγή και το υψηλό κόστος παραγωγής, που εξάλλου συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Τα λεφτά που φεύγουν για εισαγωγές συνολικά είναι σταθερά περισσότερα από αυτά που έρχονται από τις εξαγωγές, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων από τον τουρισμό και το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών διαμορφώθηκε το 2023 σε 14 δισ ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι έφυγαν από τη χώρα και μας λείπουν καθαρά 14 δισ. Το 2023 υπήρξε βελτίωση αυτού του ελλείμματος, λόγω των διεθνών συνθηκών, όμως παραμένει εξαιρετικά υψηλό και επικίνδυνο και οδηγεί αναγκαστικά σε δανεισμό για την κάλυψή του. Η ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση παραμένουν οι κύριοι μοχλοί της οικονομικής ανάπτυξης, πράγμα λογικό σε μια χώρα που υστερεί σε επίπεδο ζωής έναντι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Το πολύ ανησυχητικό μέγεθος είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος επιμένει και είναι υψηλότερος από αντίστοιχους δείκτες ευρωπαϊκών χωρών ιδίως στους ευαίσθητους τομείς των βασικών για τη διαβίωση προϊόντων, όπως είναι τα τρόφιμα. Η πολύ μεγαλύτερη αύξηση των τιμών σε αυτά τα προϊόντα σχετίζεται με την αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών και την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία.
Το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι δημιουργείται ένα κενό αποταμίευσης, το οποίο οφείλεται αφενός στον πληθωρισμό και αφετέρου στην πολύ μεγάλη ψαλίδα μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανείων των ελληνικών τραπεζών. Oλα αυτά αποτελούν την επίσημη εικόνα της ελληνικής οικονομίας, αλλά αυτή δεν είναι πλήρης διότι υπάρχει η παραοικονομία, η οποία δεν μετριέται αλλά εκτιμάται πως κυμαίνεται στο 30% του ΑΕΠ. Αν μπορούσε να προστεθεί κι αυτή, η εικόνα θα ήταν ενδεχομένως καλύτερη. Η παραοικονομία (που δεν αναφέρεται φυσικά στη μελέτη του ΙΟΒΕ, αφού δεν αποτελεί μέρος της επίσημης οικονομίας) διορθώνει τις μεγάλες ελλείψεις της οικονομικής πολιτικής. Περιορίζει το υπερβολικό κόστος που επιβαρύνει τον Ελληνα καταναλωτή από τον υπερβολικό ΦΠΑ και σώζει την κατάσταση για τους πολίτες, συμπληρώνοντας το εισόδημα και δημιουργώντας ένα επίπεδο ευημερίας υψηλότερο από το επισήμως καταγραφόμενο.
Οσο και αν το κράτος κατηγορεί την παραοικονομία, λέγοντας ότι αυτή ευθύνεται για τους υψηλούς φόρους, η εικόνα που βλέπουν οι πολίτες είναι ότι ευτυχώς που μπορούν να πληρώσουν μαύρα κάποια προϊόντα και υπηρεσίες και να γλιτώσουν τον υπερβολικό ΦΠΑ.
Πέραν αυτού, η παραοικονομία βελτιώνει το επίπεδο ζωής όλων, αφού και οι φοροφυγάδες ξοδεύουν το μαύρο χρήμα τους, το οποίο μέσω της κατανάλωσης διαχέεται σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Για να απαλλαγούμε από την παραοικονομία, η οποία πράγματι δεν πρέπει να υπάρχει σε μια ευνομούμενη χώρα, θα πρέπει το κράτος να περιορίσει την απληστία του και να βελτιώσει τις υπηρεσίες του. Τα παραδείγματα της απληστίας είναι πολλά (π.χ., 24% ΦΠΑ), όπως επίσης και των κακών υπηρεσιών (π.χ., εξαιρετικά κακό επίπεδο σπουδών στα σχολεία που αναγκάζει τους μαθητές να κάνουν ιδιαίτερα, πληρώνοντας τους ίδιους τους καθηγητές τους του σχολείου, με μαύρα). Ο Ελληνας τελικά επιβιώνει μέσω της παραοικονομίας, την οποία δημιουργεί το κράτος με την ανικανότητά του και τη νοοτροπία του.