Η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο τα τελευταία χρόνια στην ανθεκτικότητα της οικονομίας της σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς, αλλά το επενδυτικό χάσμα με τις άλλες χώρες της ΕΕ παραμένει υψηλό, σημειώνει ο οίκος αξιολόγησης DBRS, σε πρόσφατη ανάλυσή του. Η Ελλάδα βγήκε από την περιπέτεια της δεκαετούς κρίσης έχοντας ένα επενδυτικό έλλειμμα της τάξης των 100 δισ. ευρώ.
Από το ρεκόρ επενδύσεων, περίπου 60 δισ. το 2007, 26% του ΑΕΠ -όταν 23,4% ήταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης- οι συνολικές επενδύσεις μειώθηκαν στο 11% το 2016. Κατά μέσο όρο την περίοδο 2009-2019 ως ποσοστό του ΑΕΠ οι επενδύσεις μειώθηκαν στο 12,7%. Η κατάσταση άρχισε σταδιακά να βελτιώνεται από το 2020. Το 2021 οι επενδύσεις ανέβηκαν στα 24,1 δισ. το 2022 αποδείχθηκε μια εξαιρετική χρονιά καθώς έφθασαν τα 28 δισ. και το 2023 ξεπέρασαν τα 30 δισ. Πέρυσι σημειώθηκε μια επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης, εξέλιξη στην οποία ενδεχομένως συνέβαλε το γεγονός ότι ήταν εκλογική χρονιά, περίοδος που οι επενδυτές παγίως τηρούν στάση αναμονής.
Η ουσία όμως είναι ότι παρά την πρόοδο που κάνει η χώρα, οι επενδύσεις στην Ελλάδα υπολείπονται από τον μέσο όρο της ζώνης του Ευρώ. Κατά την DBRS, η δημιουργία ελκυστικού επενδυτικού κλίματος στην Ελλάδα εξαρτάται -μεταξύ άλλων- από την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η γραφειοκρατία στις διαδικασίες των επιχειρήσεων, οι καθυστερήσεις στο σύστημα δικαιοσύνης, η δυνατότητα να προωθήσει οικονομίες κλίμακας και να ολοκληρώσει τη μεταρρύθμιση του κτηματολογίου. Επιπλέον, σημειώνουν οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης, ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με την ευρεία πολιτική συναίνεση για τις κύριες οικονομικές πολιτικές, θα ενισχύσουν το προφίλ της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, σημειώνει η DBRS, θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ελλάδα να κλείσει το χάσμα με τους ομότιμούς της στη ζώνη του Ευρώ, ωστόσο η ικανότητα της Ελλάδας να γεφυρώσει το επενδυτικό χάσμα με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης θα εξαρτηθεί από παράγοντες, όπως ξένες επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, προκειμένου να επιτευχθούν υψηλότερα συνολικά επίπεδα επενδύσεων.
Πρέπει, δηλαδή, να διαμορφώσουμε στην Ελλάδα ένα ανταγωνιστικό και ελκυστικό περιβάλλον για να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις, γιατί ήδη η ΕΕ είναι αντιμέτωπη με μεγάλα επενδυτικά κενά. Σύμφωνα με το think tank Bruegel, μόνον για την κλιματική αλλαγή και την ψηφιακή μετάβαση, οι χώρες της ΕΕ πρέπει να βρουν ετήσιες επενδύσεις τουλάχιστον 481 δισ. ευρώ, πέραν όσων ήδη έχουν προγραμματιστεί. Αν συμπεριλάβουμε τις ανάγκες αμυντικών δαπανών, την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, αλλά και τις δαπάνες για προετοιμασία διαχείρισης μελλοντικών κρίσεων υγείας, τότε το ποσό είναι κατά πολύ μεγαλύτερο.