Η εικόνα της Νέας Δημοκρατίας και των κομμάτων που έχουν κυβερνήσει στα γκάλοπ ωθούν αναμφίβολα όλο και περισσότερα στελέχη τους το τελευταίο διάστημα στην αναζήτηση των ασφαλών προτεραιοτήτων για την επόμενη μέρα.

Η λέξη «αυτοδυναμία» δεν συμπεριλαμβάνεται πλέον στο λεξιλόγιο της Νέας Δημοκρατίας, ενώ τα κόμματα της κεντροαριστεράς εμφανίζονται με ποσοστά πολύ κατώτερα των προσδοκιών τους. Το ΠΑΣΟΚ σημείωσε σημαντική δημοσκοπική άνοδο μετά από τις ευρωεκλογές και τις εσωκομματικές κάλπες αλλά γρήγορα απώλεσε δυνάμεις και βρέθηκε μάλιστα σε αρκετά γκάλοπ στην τρίτη θέση, πίσω από την Πλεύση Ελευθερίας.

Στην πολιτική, η επόμενη μέρα είναι πάντα ένα ανοιχτό στοίχημα- δύσβατο και απρόσιτο, ειδικά στην περίπτωση που απουσιάζει η σταθερή και συγκεκριμένη στρατηγική. Και στην παρούσα φάση δεν αρκεί να δηλώνεις κεντροδεξιός ή κεντροαριστερός για να πείσεις τα ευρύτερα κοινά του χώρου. Αποδεικνύεται σε καθημερινή βάση και σχεδόν τρομάζει τις ηγεσίες κάποιων κομμάτων.

Μία από τις «αγαπημένες» συζητήσεις αρκετών, που έχουν τη δυνατότητα των δημόσιων παρεμβάσεων είναι το τελευταίο διάστημα αυτή που αφορά τις προτάσεις και το ενδεχόμενο για μια ενιαία κεντροαριστερά που θα διεκδικήσει μια καλύτερη εμφάνιση στις προσεχείς εθνικές εκλογές απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, που εν τω μεταξύ ο βηματισμός της δεν προσεγγίζει πάντα τα ποσοστά της στις ευρωεκλογές. Η κυβέρνηση κάνει προσπάθεια να απαγκιστρωθεί από τη θεματολογία των Τεμπών, αλλά κι όταν στρέφεται στα θέματα της οικονομίας πέφτει πάνω στους ψηφοφόρους που διαμαρτύρονται έντονα για την κατάσταση της τσέπης τους στα γκάλοπ. Δείχνουν ως νούμερο1 πρόβλημα την οικονομία και νούμερο 2 το Κράτος, δηλαδή τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών.

Ο Κανένας επικρατεί ως απάντηση στο ερώτημα για ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για πρωθυπουργός και κερδίζει άνετα τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος διατηρεί επίσης μεγάλη απόσταση από τον επόμενο αντίπαλο, που δεν είναι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά η Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Σε αυτό το φόντο, αρχίζει και ανεβαίνει αρκετών το ενδιαφέρον για τη συζήτηση περί ενιαίας κεντροαριστεράς. Η αλήθεια είναι ότι η συζήτηση όταν ξεκίνησε εστιάστηκε στις πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες- και τότε, ημέρες ανακοίνωσης του ονόματος του υποψήφιου Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Νέα Δημοκρατία, τόσο ο κ. Ανδρουλάκης όσο και άλλα στελέχη του ΠΑΣΟΚ με τις δηλώσεις τους προκάλεσαν ένα νέο, θολό και αχρείαστο αλαλούμ στο εσωτερικό του κόμματος. Η συζήτηση έσβησε γρήγορα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ– άλλωστε η βάση του, οι ψηφοφόροι του, δεν έχουν ενιαία άποψη μπροστά στο ερώτημα περί συνεργασιών. Ακολούθησε η κοινή πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης για τα Τέμπη, που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ και συνυπέγραψαν ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Αριστερά και η Πλεύση Ελευθερίας, ξεπερνώντας τις επιμέρους διαφωνίες. Ήρθε η νέα φουρνιά γκάλοπ, που αποτύπωσε το κλίμα και τη δυναμική των πραγμάτων. Και ξεκίνησε εκ νέου η συζήτηση περί ενιαίας κεντροαριστεράς.

Ο κ. Σωκράτης Φάμελλος, αρχηγός σήμερα του ΣΥΡΙΖΑ, που κινείται σε μονοψήφια ποσοστά, βάζει το θέμα στη λογική να υπάρξει συζήτηση, διάλογος και, πριν από τις εκλογές, ενιαίο ψηφοδέλτιο, που θα μπορεί να κερδίσει τον κ. Μητσοτάκη. Καλεί το ΠΑΣΟΚ να μπει στην κουβέντα και τη Νέα Αριστερά να μην αργήσει ο διάλογος με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δηλώνει βέβαια ( στο dnews.gr) ότι «μόνο ένας ισχυρός ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εγγυηθεί την προοδευτική διέξοδο και τις απαιτούμενες συγκλίσεις», βλέπει περισσότερα κοινά με τη Νέα Αριστερά και απορρίπτει το ενδεχόμενο σύμπλευσης με τη Ζωή Κωνσταντοπούλου χρεώνοντας στο κόμμα της απουσία προτάσεων και θέσεων. Στελέχη και κυρίως βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ σιγοντάρουν την προοπτική ενιαίου ψηφοδελτίου που προτείνει ο κ. Φάμελλος αλλά όταν δέχονται ερωτήσεις για τον Αλέξη Τσίπρα φαίνεται ότι αναζητούν σανίδα σωτηρίας στο σενάριο επιστροφής του σε ενεργό ηγετικό ρόλο.

Η Νέα Αριστερά μιλά για λαϊκό μέτωπο, με τραπέζι διαλόγου και με στόχο τη συγκρότηση προγράμματος που μπορεί να νικήσει τη Νέα Δημοκρατία εκλογικά. Ο κ. Χαρίτσης και στελέχη της Νέας Αριστεράς θέλουν διάλογο στη βάση των προγραμμάτων που διαθέτουν τα κόμματα στα οποία απευθύνονται και στην πραγματικότητα απορρίπτουν την Πλεύση Ελευθερίας, ως ένα προσωποπαγές και μονοθεματικό κόμμα. Και όταν μπαίνει το ερώτημα για τον κ. Τσίπρα, πολλοί εξ αυτών υποστηρίζουν ότι όποιος μπορεί να προσφέρει ας το κάνει αλλά και ότι η επανάληψη λογικών μεσσιανισμού δεν είναι η απάντηση που απαιτεί η κοινωνία σήμερα.

Και το ΠΑΣΟΚ, τι λέει; Το ΠΑΣΟΚ καταρχάς προσπαθεί να επιστρέψει και να αποκτήσει πιο «μόνιμα» χαρακτηριστικά στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις των επόμενων κυμάτων. Η ηγεσία του δηλώνει ότι διεκδικεί την πρώτη θέση στις εκλογές, αλλά κάθε άλλο παρά ρεαλιστικός φαίνεται αυτήν τη στιγμή ο διακηρυγμένος στόχος. Αυτήν την στιγμή έχει να αναμετρηθεί με την Πλεύση Ελευθερίας που πήρε εκτός από την δεύτερη θέση στα γκάλοπ και την πρωτιά στις νέες ηλικίες, αλλά και με την αδυναμία να πείσει ευρύτερα κοινά, στο Κέντρο και την Κεντροαριστερά ότι έχει σχέδιο και μπορεί να κυβερνήσει καλύτερα τη χώρα.

Το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει να κινείται στην γραμμή της αυτόνομης πορείας, αλλά σε συνδυασμό με το γενικότερο αποτύπωμά του δεν δημιουργεί την αίσθηση ότι «έρχεται», ότι έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει γεγονότα και να ξεχωρίσει στον ανταγωνισμό …χθες. Η δε αμφίπλευρη διεύρυνση στη βάση αποδεικνύεται τουλάχιστον δύσκολη υπόθεση. Και η συζήτηση περί συνεργασιών χάνεται μέσα σε ένα αμήχανο περιβάλλον. Δεν έχει ιδιαίτερο λόγο να την τροφοδοτεί, ούτε όμως και να την αρνείται με κατηγορηματικό τρόπο, από τη στιγμή που ουδείς ξέρει πως θα διαμορφωθούν όχι οι προεκλογικοί αλλά οι μετεκλογικοί συσχετισμοί.

Σε κάθε περίπτωση η όλη συζήτηση είναι «να χαμε να λέγαμε» στην πραγματικότητα, αφού κανένα από τα κόμματα δεν λέει όλη την αλήθεια όσον αφορά στις προθέσεις τους. Και η αλήθεια είναι ότι το πιο πιθανό σενάριο φτάνει μόνο μέχρι την επανένωση του ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Αριστερά. Χωρίς αυτό πάντως να αποκλείει και νέες διασπάσεις!