Η ελληνική οικονομία υποφέρει, όπως όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες, από την ενεργειακή κρίση που οφείλεται στον πόλεμο, ο οποίος δεν φαίνεται ότι θα τελειώσει – αν και ποτέ δεν ξέρει κανείς πόσο θα κρατήσει και πώς θα εξελιχθεί. Ολα τα σενάρια είναι ανοιχτά και υπάρχουν και πολλά εξαιρετικά δυσάρεστα σενάρια για την εξέλιξή του. Το ζήτημα είναι τι κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις και να εξασφαλίσουμε οικονομική ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες μέτρων που μπορούμε να πάρουμε. Αυτά για τα οποία πρέπει να αποφασίσει συνολικά η Ευρώπη και αυτά που μπορούμε να κάνουμε μόνοι μας. Το πώς θα καλυφθεί το αυξημένο ενεργειακό κόστος είναι κάτι για το οποίο θα υπάρξει -ίσως την επόμενη εβδομάδα- ευρωπαϊκή απόφαση. Κατά πάσα πιθανότητα θα εγκριθούν επιδοτήσεις. Η ελληνική κυβέρνηση θα επιδοτεί όσο περισσότερο μπορεί -χωρίς να προκαλέσει δημοσιονομικό εκτροχιασμό- τις αυξημένες δαπάνες για την ενέργεια. Δεν μπορεί να καλύψει ολόκληρο το κόστος, αλλά και ο καθένας πρέπει μόνος του να περιορίσει την κατανάλωσή του.
Ενδεχομένως η Ε.Ε. να αποφασίσει να απελευθερωθούν και τα 230 δισ. ευρώ που είναι αδιάθετα από το Ταμείο Ανάκαμψης και φτάνουν για να καλύψουν τις ανάγκες. Η ελληνική κυβέρνηση συμμετέχει σε αυτές τις ευρωπαϊκές συζητήσεις, αλλά δεν αποφασίζει μόνη της. Οι ευρωπαϊκές αποφάσεις καθυστερούν, αλλά τελικώς θα υπάρξουν. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για την Ελλάδα τώρα είναι να προχωρήσει άμεσα και αποφασιστικά σε αυτά που μπορεί να κάνει χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Και δεν είναι λίγα, αντίθετα είναι πάρα πολλά και πολύ σημαντικά.
Για να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια είναι αναγκαίο να κερδίσει τη λεγόμενη «επενδυτική βαθμίδα» μέσα στο 2023. Αυτή η βαθμίδα είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη διότι η έλλειψή της εμποδίζει τις χρηματοδοτήσεις και τις επενδύσεις από το εξωτερικό. Μέχρι στιγμής η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγοράζει τα ελληνικά ομόλογα και μας χρηματοδοτεί. Δεν θα συνεχιστεί για πάντα αυτό. Αν το 2023 δεν κερδίσουμε την επενδυτική βαθμίδα, θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα.
Παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει τα τυπικά οικονομικά προσόντα για να θεωρηθεί επενδύσιμη, δηλαδή έχει ρυθμισμένο δημόσιο χρέος με χαμηλά επιτόκια, δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει το αναγκαίο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον για να είναι πράγματι επενδύσιμη. Υπάρχουν πολύ μεγάλα εμπόδια που συνδέονται με την ελληνική γραφειοκρατία και απαιτούν μεταρρυθμίσεις. Τις γνωστές που επαναλαμβάνουμε επί δεκαετίες, με σημαντικότερες αυτές της Δικαιοσύνης. Ο απελπιστικά αργός ρυθμός της Ελληνικής Δικαιοσύνης, το χάος των νόμων, ο παραλογισμός τους, οι αντιφάσεις τους, η δυσκολία όλων των διαδικασιών που σχετίζονται με τη Δικαιοσύνη επισημαίνονται απ’ όλους τους διεθνείς οργανισμούς ως το μεγαλύτερο εμπόδιο για την επενδυσιμότητα της Ελλάδας. Μαζί φυσικά με ολόκληρο το πλέγμα γραφειοκρατίας του Ελληνικού Δημοσίου που εμποδίζει τα πάντα. Οι μεταρρυθμίσεις λοιπόν που έχουν εξαγγελθεί αλλά δεν έχουν γίνει είναι ο μόνος δρόμος για να μπορέσουμε να ξεκολλήσουμε από το τέλμα και να επιδιώξουμε μια ταχεία ανάπτυξη. Το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση θα τις προωθήσει τώρα ή όχι.
Η Τουρκία
Πέραν των μεταρρυθμίσεων, αν θέλουμε μια μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να επανεξετάσουμε παγιωμένες αντιλήψεις. Μία από αυτές, η σημαντικότερη, είναι η σχέση μας με την Τουρκία. Και αυτό διότι η Τουρκία αποτελεί ιστορικά το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη της Ελλάδας. Αν οι σχέσεις με τη γείτονα μπουν σε άλλη φάση -κάτι δύσκολο αφού αποτελεί ιστορική εξέλιξη-, οι προοπτικές ανάπτυξής μας θα είναι εντελώς διαφορετικές. Σήμερα έχει ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση με αφορμή την ενεργειακή κρίση και τις δυνατότητες ενεργειακής ανεξαρτητοποίησης της χώρας μέσω των κοιτασμάτων του Αιγαίου.
Η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου με την Τουρκία προβάλλει από ορισμένους θαρραλέους Ελληνες πολιτικούς ως μια όχι μόνο αναγκαία, αλλά και συμφέρουσα για την Ελλάδα λύση. Η λογική αυτής της άποψης είναι ότι, αν πράγματι υπάρχει, π.χ., φυσικό αέριο ή πετρέλαιο στο Αιγαίο, υπό τις σημερινές συνθήκες παραμένει θαμμένο και άχρηστο και δεν ωφελεί κανέναν. Εφόσον κανείς δεν μπορεί μόνος του να το αξιοποιήσει επειδή δεν τον αφήνει ο άλλος, είναι προτιμότερο να συμφωνήσουμε να το εκμεταλλευτούμε από κοινού και να έχουμε και οι δύο το όφελος. Πολλοί Ελληνες -ενδεχομένως η πλειοψηφία- θεωρούν τη θέση αυτή προδοτική. Φυσικά, αυτοί που την υποστηρίζουν δεν είναι προδότες, είναι πατριώτες όσο και όλοι οι υπόλοιποι, αλλά προβάλλουν μια «κυνική» άποψη με στόχο το όφελος της χώρας.
Το πρόβλημα με αυτή την άποψη είναι ότι δεν είναι υπό τις συνθήκες ρεαλιστική. Οχι επειδή οι πολίτες θα ενοχληθούν, αλλά και επειδή υπάρχουν γεωπολιτικά προβλήματα πολύ σημαντικά που εμποδίζουν οποιαδήποτε σκέψη συνεκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών κι εμείς δεν μπορούμε να επεκτείνουμε στα 12 μίλια τα χωρικά μας ύδατα, διότι γνωρίζουμε πως αν το κάνουμε θα γίνει πόλεμος. Αν θεωρήσουμε ότι πράγματι θα υπάρξει όφελος από τη συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων -εφόσον υπάρχουν και εφόσον είναι αξιοποιήσιμα με ανεκτό κόστος-, θα μπορούσαμε ίσως να συνδέσουμε τη συνεκμετάλλευση με την υφαλοκρηπίδα των νησιών. Δηλαδή, σε διπλωματικό επίπεδο να θέσουμε το ζήτημα: Αναγνωρίστε εσείς ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και εμείς συμφωνούμε για τη συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων.
Η αλήθεια είναι ότι την Τουρκία δεν μπορούμε να τη διώξουμε, θα είναι πάντα εκεί και θα είναι πάντα γείτονάς μας. Αν μπορούσαμε να αλλάξουμε επίπεδο σχέσης με την Τουρκία, αν μπορούσαμε να συνεργαστούμε με γνώμονα το κοινό όφελος, και οι δύο χώρες θα κέρδιζαν. Απέχουμε βέβαια πολύ από αυτό, αλλά θα ήταν ένας στόχος που θα άνοιγε τις προοπτικές για τις δύο χώρες.
Ισως να μη γίνεται με τον Ερντογάν, αλλά δεν θα είναι για πάντα εκεί και το ζήτημα είναι αν υπάρχουν τέτοιες προθέσεις στην Τουρκία και την Ελλάδα και αν μελλοντικά μπορεί να υπάρξει πρόοδος.