Ένα στοιχείο της ευχάριστης έκπληξης που προξένησαν οι πρώτες εβδομάδες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είναι -πέραν της προφανούς, αθόρυβης προετοιμασίας που είχε γίνει για τη δομή της κυβέρνησης και τα πρώτα νομοθετήματα- η κατασταλαγμένη στρατηγική για την πραγματοποίηση των οικονομικών της στόχων: Άρχισε γρήγορα να «ξεκλειδώνει» επενδύσεις, όπως του Ελληνικού και να προχωρεί άλλες, όπως το master plan για την Cosco, απέβαλε τα τεχνητά εμπόδια για τη ρύθμιση των χρεών που έχουν φυσικά και νομικά πρόσωπα στο δημόσιο, μείωσε όσο μπόρεσε τον ΕΝΦΙΑ, ανακοίνωσε άλλες μειώσεις φόρων κλπ.
Παράλληλα, συγκεκριμένη είναι και η στρατηγική της για τη μείωση των πλεονασμάτων: Αντί να πάει -όπως οι προηγούμενοι- με αιτήματα στις Βρυξέλλες, θέλει πρώτα να πείσει για το βάθος των μεταρρυθμίσεων, ξέροντας καλά ότι μετά η υπόθεση «μείωση» θα είναι πολύ πιο εύκολη. Η δήλωση της Λαγκάρντ, άλλωστε, δείχνει το δρόμο.
Από πλευράς τεχνοκρατικής, τα έχει βάλει κάτω και τα έχει υπολογίσει η κυβέρνηση: Η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις άνω των 40 διs. ετησίως, προκειμένου να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης 4%. Από αυτό το ποσόν, περίπου το 60% δεν μπορεί παρά να προέλθει από άμεσες ξένες επενδύσεις (τα άλλα είναι δυνατό να προέλθουν από ΣΔΙΤ και πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων).
Άρα, πώς θα βρει επενδύσεις 25 δισ. ετησίως; Ανοίγοντας τις πόρτες της χώρας, την ώρα που βγάζει από τη μέση όλα τα γραφειοκρατικά και αναχρονιστικά εμπόδια. Ο Μητσοτάκης έχει επισκεφθεί πριν ακόμα γίνει πρωθυπουργός τις ΗΠΑ κι έχει μιλήσει με υποψήφιους επενδυτές. Το ίδιο έκανε μετά τις 7 Ιουλίου στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Την ίδια ώρα, διεθνείς πρωτοβουλίες, όπως η κινεζική Belt and Road μπορούν να αποτελέσουν σημαντική πηγή τοποθέτησης κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία, η οποία, όπως σωστά λέει η κυβέρνηση, βρίσκεται στη φάση του «συμπιεσμένου ελατηρίου».
Εκεί, όμως, που τελειώνει η οικονομία, αρχίζει η πολιτική. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμετωπίζει στα σχέδιά της μια τεράστια απειλή, που μπορεί να τα βουλιάξει, και για την οποία ο ίδιος ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα.
Η Ελλάδα περιορίζεται σε σημαντικό βαθμό στις κινήσεις της από τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη -η απώλεια της νομισματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο είναι η πιο φανερή πλευρά αυτής της κατάστασης. Στο εσωτερικό της γηραιάς ηπείρου, η Γερμανία παρουσιάζει τα πρώτα σημάδια οικονομικής στασιμότητας, η Ιταλία έχει εξελιχθεί σε βραδυφλεγή βόμβα, ενώ η Βρετανία κυνηγάει την ουρά της για το αν θα μείνει μέσα ή έξω από την ΕΕ και με ποιους όρους.
Ευρύτερα, ζούμε σε μια παγκόσμια σκηνή όπου ο εμπορικός πόλεμος έχει εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό σε νομισματικό: Η Κίνα διευκολύνει την εξασθένηση του γιουάν, ως άμυνα στην επιβολή δασμών από την Ουάσιγκτον, κι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ μειώνει τα επιτόκια για να προστατεύσει τη δική της αναπτυξιακή προσπάθεια. Η διολίσθηση του γιουάν σημαίνει ότι το Πεκίνο ετοιμάζεται για παρατεταμένο εμπορικό πόλεμο, που δημιουργεί κλυδωνισμούς σε όλο τον κόσμο: Μέσα στο καλοκαίρι έπεσε η αξία σειράς νομισμάτων αναδυομένων αγορών, όπως της Βραζιλίας, της Ινδίας, της Νότιας Αφρικής. Επίσης έπεσε το δολάριο Αυστραλίας, ενώ η Νέα Ζηλανδία επίσης μείωσε τα επιτόκια. Τα κεφάλαια στρέφονται προς ασφαλή καταφύγια -κλασικό παράδειγμα ο χρυσός– πράγμα που αποτελεί μια ακόμα απόδειξη της θύελλας που έρχεται.
Στο επίκεντρο της δίνης, η σύγκρουση ΗΠΑ- Κίνας. Οι πρώτες, κατηγορούν το Πεκίνο ότι «ήρξατο χειρών αδίκων» κι ότι η δική τους δασμολογική πολιτική αποτελεί απάντηση στις αθέμιτες κινεζικές πρακτικές. Η Κίνα κατηγορεί την Ουάσιγκτον ότι η εκ μέρους της επιβολή δασμών νοθεύει το παγκόσμιο εμπόριο, παρακάμπτει τον ΠΟΕ και δημιουργεί αλλεπάλληλες εστίες έντασης.
Η Ευρώπη, ως συνήθως, στέκει ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις παθητική και άβουλη. Βλέπει τη νέα περίοδο διεθνούς ύφεσης να καταφτάνει ίσως και στα τέλη του τρέχοντος έτους και δεν έχει αποτελεσματικό τρόπο να την αντιμετωπίσει, γι αυτό χρησιμοποιεί παλαιές και όχι πολύ επιτυχημένες μεθόδους, όπως η ποσοτική χαλάρωση.
Στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις 2-3 χώρες που αποζητούν επενδυτική «καταιγίδα» διακαώς. Το ιδανικό τοπίο για την Αθήνα θα ήταν ένα διεθνές περιβάλλον, στο οποίο δεν θα υπήρχαν αξιοσημείωτες εντάσεις, με αποτέλεσμα να μπορεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να προσελκύσει επενδύσεις τόσο από τη σφαίρα επιρροής της Κίνας, όσο και από εκείνη των ΗΠΑ.
Μια ματιά, όμως, στις πτυχές του εμπορικού πολέμου Ουάσιγκτον- Πεκίνου, θα οδηγήσει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, οι δασμοί στα προϊόντα σόγιας και χοιρινού, επιβλήθηκαν σε μια περίοδο που οι κινεζικές αγορές αυτών των προϊόντων αυξάνονταν. Μετά την επιβολή οι Κινέζοι στράφηκαν αλλού, με αποτέλεσμα αυτά τα αμερικανικά αγροτικά προϊόντα να συναντήσουν σημαντικές εξαγωγικές δυσχέρειες.
Συνεπώς, ο εμπορικός πόλεμος δεν είναι μόνο ένας οικονομικός πόλεμος. Πίσω από αυτόν, κρύβεται ένας πόλεμος κυριαρχίας, αν δηλαδή το «πάνω χέρι» στο παγκόσμιο χωριό θα το έχει η Ουάσιγκτον, ή το Πεκίνο.
Τούτων δοθέντων, τα ερωτήματα για την Αθήνα είναι πολύ συγκεκριμένα:
– Μπορεί να γίνει η πρώτη χώρα στον κόσμο που θα προσελκύσει σημαντικά κεφάλαια αμερικανικών, κι άλλα κινεζικών συμφερόντων;
– Μπορεί να μετάσχει στην πρωτοβουλία του «Δρόμου του Μεταξιού», την κορυφαία που έχει εξαπολύσει διεθνώς η Κίνα και ταυτόχρονα να ζητάει μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη από τις ΗΠΑ να εγγυηθούν την ευρωπαϊκή ασφάλεια;
– Μπορεί, ειδικότερα, να ανοίγει τις πόρτες στα κινεζικά κεφάλαια -που είναι σε θέση να κατακλύσουν τη χώρα μας, αφού σήμερα, με τόσα προβλήματα, οι εμπορικές μας συναλλαγές αγγίζουν τα 5 δισ. ετησίως- και ταυτόχρονα να ζητεί την ασφάλεια της ελληνικής επικράτειας από τις τουρκικές απειλές περί «γαλάζιας πατρίδας», διεκδικώντας την αμερικανική προστασία; Αν αρκεί η αγορά των F35 κι η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της Τουρκίας, τότε ίσως και να μπορεί. Αν, όμως, στο τραπέζι τεθούν και οι ελληνοκινεζικές σχέσεις;
Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του καταφέρει να ισορροπήσει επιτυχώς σε αυτό το τεντωμένο σκοινί που έχει καλύψει την υδρόγειο και να επιτύχει τα μέγιστα οφέλη τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από την Κίνα, τότε θα είναι πραγματικά ένα διπλωματικό θαύμα, που αξίζει να γίνει αντικείμενο διδακτορικών διατριβών στις μεγάλες σχολές Στρατηγικής και Πολιτικής Επιστήμης, διεθνώς.
Αν, όμως, δεν τα καταφέρει, κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους της χώρας μας, θα πρέπει να έχει εκπονήσει ένα plan B, ώστε η καλά σχεδιασμένη στρατηγική της, να μην έχει άσχημη κατάληξη, επηρεασμένη από παράγοντες τους οποίους η χώρα μας δεν μπορεί να επηρεάσει.