Έναν πλήρη χρόνο μετά τη θέση σε εφαρμογή του, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Brexit συνιστά μια πολλαπλή αποτυχία.
Αποτυχία οικονομική, πρώτα, για το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι αριθμοί και, ακόμα περισσότερο, η αίσθηση της οπισθοχώρησης, είναι αμείλικτοι. Περίπου 30% μείωση των βρετανικών εξαγωγών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση (την ίδια στιγμή που οι εξαγωγές της Ένωσης προς το Βασίλειο αυξάνονταν οριακά). Μεγάλες ελλείψεις εργατικού δυναμικού, και αντίστοιχη πτώση της παραγωγικότητας, σε κρίσιμους τομείς, όπως οι υπηρεσίες (και ειδικά οι σχετιζόμενες με τον τομέα της φιλοξενίας, τουρισμού, εστίασης), η γεωργία και η κτηνοτροφία (όπου το πρόβλημα γίνεται προσπάθεια –μάταιη: γιατί η αβεβαιότητα είναι κακός αγωγός εργασίας- να αντιμετωπιστεί με επέκταση των προσωρινών αδειών παραμονής), η βιομηχανία, οι μεταφορές, η κοινωνική περίθαλψη (λείπουν γιατροί, υγειονομικό προσωπικό, κοινωνικοί λειτουργοί κ.λπ.).
Σύμφωνα με τα βρετανικά στατιστικά στοιχεία, κοντά 100.000 περισσότεροι εργαζόμενοι από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έφυγαν από τη Βρετανία το 2021 σε σχέση με αυτούς που ήλθαν. Η μόνη «υπόσχεση» που τηρήθηκε –πιο κλειστή αγορά εργασίας- αποδεικνύεται ότι ήταν και η πιο αυτοκτονική.
Και η κατάσταση θα γίνει αναμφίβολα χειρότερη, ειδικά για το εμπόριο, το 2022, αφού από την αρχή της νέας χρονιάς παύουν οι μεταβατικές περίοδοι και τίθενται σε εφαρμογή φόροι, δασμοί, τελωνειακοί έλεγχοι, ποσοστώσεις. Ήδη έχουν αισθανθεί, και θα αισθάνονται όλο και περισσότερο, την πίεση καταστήματα και σούπερ μάρκετ, ιδίως μικρού και μεσαίου μεγέθους, που πουλούν κάθε είδους τρόφιμα και ιδίως αλιευτικά προϊόντα (για την αλιεία εκκρεμεί επιπλέον πιθανότητα να οδηγηθεί το ΗΒ ενώπιον των δικαστηρίων για παράβαση συμφωνηθέντων), προϊόντα πολυτελείας και ενέργειας –θα δεχτούν δηλαδή ισχυρό πλήγμα όλοι οι τομείς στους οποίους η Βρετανία δεν είναι αυτάρκης.
Για να μην αναφέρουμε καν τον κρισιμότατο για τη βρετανική οικονομία τομέα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων (τράπεζες, αγορές κεφαλαίων, ασφαλιστικές εταιρίες), ο οποίος δεν περιλαμβανόταν στη «συμφωνία αποχώρησης» και στον οποίο η μόνη «πρόοδος» που επιτεύχθηκε κατά τον έναν χρόνο που πέρασε ήταν η επίσημη παραδοχή των βρετανών αξιωματούχων ότι δεν υφίσταται η οδός της «ισοδυναμίας» (equivalence), κάτι που σημαίνει ότι οι βρετανικές εταιρίες δεν θα μπορούν να απευθύνονται στο επενδυτικό κοινό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για την οικονομική αποτυχία μιλούν απολύτως εύγλωττα δυο στοιχεία που προέρχονται από τις βρετανικές Αρχές (το Κράτος συνεχίζει να κάνει τη δουλειά του πολύ καλύτερα από την κυβέρνηση): το Brexit θα στοιχίσει δυο φορές περισσότερο από την πανδημία, ενώ το τμήμα του Βασιλείου που είχε, το 2021, τις καλύτερες επιδόσεις ήταν, μακράν, η Βόρεια Ιρλανδία, δηλαδή εκείνο το τμήμα που έμεινε, με τη γνωστή αλχημεία του ειδικού Πρωτοκόλλου (εντός-εκτός-και επί τα αυτά), «εντός» Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αποτυχία, επίσης, στο συμβολικά μεγάλο για το Βασίλειο μέτωπο της «κυριαρχίας». Αντί για “take back control”, η πραγματικότητα προσγείωσε τη Βρετανία σε μια απεγνωσμένη μάχη για κάποιου είδους έλεγχο των επιλογών της. Οι μεταναστευτικές ροές είναι πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμες –και δημιουργούν εντάσεις με τους παράκτιους γείτονες, ιδίως τη Γαλλία. Η βρετανική προσπάθεια να βγει εντελώς από την εξίσωση το Δικαστήριο της Ένωσης, έστω και από το ρόλο του «διαιτητή», για τον οποίο τον προόριζε η «συμφωνία αποχώρησης», απέτυχε, αφήνοντας ως μόνο «κέρδος» την αντικατάσταση ενός «σκληρού» διαπραγματευτή (Λόρδου Φροστ) με μια απλώς ανεπαρκή –και συγχρόνως πολύ φιλόδοξη, κάτι που την καθιστά επικίνδυνη- Υπουργό Εξωτερικών (Λίζα Τρας).
Οι συμφωνίες με τρίτες χώρες είτε κόλλησαν (ΗΠΑ), είτε πρόσθεσαν ελάχιστα στις ήδη υπάρχουσες (Καναδάς, Αυστραλία), είτε απλώς επαναλαμβάνουν (Νορβηγία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν) τους όρους που ίσχυαν όσο το ΗΒ αποτελούσε μέρος της Ένωσης. Η ειρήνη, περισσότερο ακόμα και από την οικονομία, κινδυνεύει στην Ιρλανδία –το Πρωτόκολλο δεν σήμανε μόνο ελέγχους και δασμούς, αλλά και άνοιγμα των πληγών του εμφυλίου-, ενώ η αποσχιστική δυναμική στη Σκωτία έχει εκτοξευθεί. Όσο για τη διεθνή παρουσία της «αυτόνομης» Βρετανίας και τη σχεδιαζόμενη από τον Μπόρις επανακατάκτηση του κόσμου, προς το παρόν, και φοβούμαι ανεπίστρεπτα, πνίγηκε στα αβαθή ύδατα του AuKus και τσακίστηκε στα κοφτερά βράχια ενός «πολυ-πολικού» κόσμου στον οποίο ελάχιστα μετρούν οι μικροί και απομονωμένοι.
Η ιστορία του Brexit είναι, πλέον και με τη βούλα, μια ιστορία απώλειας: ισχύος –οικονομικής, κοινωνικής και συμβολικής-, ψυχολογίας –δεν έχει κανείς παρά να μιλήσει με σοβαρούς Βρετανούς-, πολιτικής εμπιστοσύνης και δυναμικής –και για τη Βρετανία και για την Ευρώπη. Είναι κυρίως ένα μάθημα για το πού μπορεί να οδηγήσει μια χώρα και έναν λαό ο μαξιμαλισμός, ο ανορθολογισμός και ο εθνικισμός.
Μικρή μόνο παρηγοριά ότι, όπως «έφαγε» ήδη δυο Βρετανούς Πρωθυπουργούς που συνέβαλαν στην καταστροφή, θα «φάει» κατά πάσα πιθανότητα και τον τρίτο και χειρότερο.