Η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και γκάζι λόγω του πολέμου στην Ουκρανία είναι και ενδιαφέρουσα και διδακτική: ακόμα και όταν η Ευρώπη κάνει την υπέρβαση, όπως αναμφίβολα έγινε στην παρούσα περίπτωση, τίποτα δεν είναι εύκολο, πλήρες και μη επιδεχόμενο βελτίωσης.
Η σχετική συζήτηση άρχισε εντός των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των ενωσιακών οργάνων στις αρχές Απριλίου, όταν κατέστησαν σαφή τρία δεδομένα.
Πρώτον, ότι η σύγκρουση θα τραβούσε σε μάκρος και το ενεργειακό θα αποτελούσε σε κάθε περίπτωση θέμα αιχμής. Δεύτερον, ότι η μεγάλη, αν και σχετικά άνισα κατανεμημένη, εξάρτηση από τη Ρωσία έπρεπε οπωσδήποτε να μειωθεί, οι δε «λύσεις» ήταν γνωστές και πεπερασμένες: διαφοροποίηση του εφοδιασμού (άρα μείωση των εισαγωγών από τη Ρωσία), κοινές προμήθειες (άρα συνεννόηση μεταξύ των κρατών μελών και κοινές ενέργειες), βελτίωση των υποδομών (ιδίως για την επεξεργασία και αποθήκευση υγροποιημένου αερίου), άμεση στροφή σε άλλες πηγές (ιδίως «πράσινης» ενέργειας). Και τρίτον, ότι, από τη στιγμή που η επίσημη Ένωση πήρε ξεκάθαρα θέση υπέρ της Ουκρανίας, η συμπερίληψη εντός του «πακέτου» κυρώσεων μέτρων στο ενεργειακό πεδίο είχε τη δυναμική να επιφέρει το ισχυρότερο οικονομικό πλήγμα στη Ρωσία.
Αρχικά, η Γερμανία δίσταζε να μπει στη συζήτηση περί εμπάργκο, λόγω μεγάλης εξάρτησης αλλά και παραδοσιακά εξισορροπητικής στάσης έναντι της Ρωσίας, ενώ η Ουγγαρία τη φρέναρε απολύτως συνειδητά, κι αυτή λόγω εξάρτησης αλλά κυρίως λόγω της πολιτικής «γραμμής» του προέδρου Όρμπαν. Δυο γεγονότα-καταλύτες, στα τέλη Απριλίου, συνέβαλαν ώστε να αλλάξει στάση η πρώτη χώρα και να απομονωθεί η δεύτερη: η «απαίτηση» της Γκαζπρόμ, δηλαδή της ρωσικής κυβέρνησης, να πληρώνεται σε ρούβλια για το πετρέλαιο και το γκάζι και η αναγγελία, στις 27 Απριλίου, για «κόψιμο» της προμήθειας σε Πολωνία και Βουλγαρία, δυο «διπλωματικά» επιλεγμένες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, μια συνοριακή στον πόλεμο και που είχε δείξει πολύ σκληρή στάση έναντι της Ρωσίας και μια παραδοσιακή «φίλη» χωρίς μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση.
Τα γεγονότα αυτά αναβάθμισαν τη διαμάχη από το θεωρητικό στο πρακτικό επίπεδο (η τιμή αυξήθηκε πρόσκαιρα κατά 20% περίπου και το φάσμα του ενεργειακού αποκλεισμού ήρθε πιο κοντά), δημιούργησαν δικαιολογημένη ανησυχία στις ευρωπαϊκές χώρες και απαίτησαν αυτό που τελικά, με καθοριστική παρέμβαση της Προέδρου της Επιτροπής, κατέστη δυνατό, δηλαδή συμφωνία για «συντονισμένη απάντηση».
Στις 28 Απριλίου, ο Γερμανός «πράσινος» Αντικαγκελάριος και Υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε ότι οι συνέπειες ενός ενεργειακού εμπάργκο θα ήταν, τελικά, «διαχειρίσιμες» για τη Γερμανία κι έτσι, στις 2 Μαΐου, η κυρία φον ντερ Λάιεν μπόρεσε, υπό γερμανική «αιγίδα», να παρουσιάσει το σχέδιο της Επιτροπής για ένα «όχι σκληρό» (tapered) αλλά με καθορισμένο χρονοδιαγράμματα (πλήρες απεξάρτηση ως τα τέλη της παρούσας χρονιάς) εμπάργκο στις ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το επόμενο βήμα –εδώ βρισκόμαστε- ήταν η ένταξη του εντός του 6ου πακέτου κυρώσεων κατά της Ρωσίας και η έναρξη –εδώ κυρίως βρισκόμαστε- των «διαπραγματεύσεων» για την τεχνική υλοποίηση.
Το εμπάργκο που καταρχήν συμφωνήθηκε θα είναι σταδιακό και με διαφοροποιήσεις για κάποια κράτη-μέλη. Όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία (όχι όμως η Ελλάδα που δεν πληρούσε τις δυο βασικές προϋποθέσεις πολύ ανεπτυγμένων εναλλακτικών ενέργειας και μικρής ενεργειακής διασύνδεσης με άλλες ευρωπαϊκές χώρες) είχαν λάβει, στα μέσα Απριλίου, εξαίρεση για την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, έτσι και Ουγγαρία –που παραμένει το σκληρότερο «καρύδι»-, Σλοβακία και Τσεχία πήραν αναβολή ως το τέλος του 2024, οι δυο πρώτες, και Ως τον Ιούνιο του 2024, η τρίτη, για την πλήρη «απεξάρτηση».
Παράλληλα, Ελλάδα και Κύπρος, κάνοντας λιγότερη «φασαρία» και μη αμφισβητώντας τη λογική του εμπάργκο και την ανάγκη λήψης κοινών μέτρων, εκφράζουν κάποιες αντιρρήσεις ως προς το κομμάτι εκείνο της πρότασης της Επιτροπής με το οποίο ζητείται από τα κράτη μέλη να εγκρίνουν την απαγόρευση σε εταιρίες και φυσικά πρόσωπα να διακινούν μέσω θαλάσσης ρωσικό πετρέλαιο σε τρίτες χώρες.
Μεταξύ εθνικών συμφερόντων, αντιρρήσεων και απειλών βέτο –μόνο από την Ουγγαρία, αλλά και με «συμπαράσταση» κάποιων γειτονικών της χωρών στα παρασκήνιο-, η οριστική απόφαση δεν έχει ακόμη ληφθεί.
Όμως και μόνη η μετακίνηση από το «ίσως» στο «θα» -έστω και σε βάθος εξαμήνου και έστω και με κάποιες εξαιρέσεις- και από το «σώζων εαυτόν σωθήτω» στο «όλοι μαζί», έχει την προφανή σημασία του. Οικονομική αλλά κυρίως πολιτική.