Οι διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι δεν τίθεται θέμα επάρκειας ενέργειας για την Ελλάδα είναι ειλικρινείς. Η χώρα μας έχει την εφεδρεία των λιγνιτών, εισάγει φθηνό πετρέλαιο και η εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο είναι μικρή. Μεγάλο μέρος του φυσικού αερίου που χρησιμοποιούμε το φέρνουμε σε υγροποιημένο μορφή (LNG) με καράβια.
Ολα αυτά μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε πιο εύκολα το πρόβλημα απ’ ό,τι οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες του Βορρά οι οποίες είναι απολύτως εξαρτημένες από το ρωσικό αέριο. Οταν διακοπούν οι ροές του προς την Ευρώπη, οι χώρες αυτές θα έχουν σημαντικές ελλείψεις. Για να τις καλύψουν θα προσπαθήσουν να προμηθευτούν LNG, όπως και η Ελλάδα, και αυτό θα οδηγήσει σε δύο προβλήματα: πρώτον, δεν θα υπάρχει αρκετό LNG για να καλύψει τις απώλειες που θα προκληθούν από τη διακοπή του ρωσικού αερίου και, δεύτερον, οι τιμές του LNG θα εκτιναχθούν σε νέα δυσθεώρητα ύψη. Αυτό θα επηρεάσει ασφαλώς και τις τιμές της ενέργειας στην Ελλάδα. Τα αποθέματα λιγνίτη που τώρα συσσωρεύονται θα μπουν στο παιχνίδι και τα λιγνιτικά εργοστάσια που λειτουργούν σήμερα στο 40% θα φτάσουν σε μέγιστη λειτουργία.
Πάντως, παρά τις αυξήσεις του κόστους, ελλείψεις ενέργειας μάλλον δεν θα έχουμε – κι αυτό είναι το καλό νέο.
Το κακό νέο είναι ο πληθωρισμός που πυροδοτείται, εκτός των άλλων, και από το κόστος της ενέργειας. Οχι μόνο το ελληνικό, αλλά το εισαγόμενο. Η Ελλάδα εισάγει τεράστιες ποσότητες προϊόντων, τα οποία συνεχώς ακριβαίνουν λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Οι αυξήσεις των τιμών των καυσίμων και όλων των προϊόντων έχουν φέρει τον πληθωρισμό κοντά στο 10%, που σημαίνει ότι εφόσον η τάση αυτή συνεχίζεται κάθε χρόνο η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται κατά το αντίστοιχο ποσοστό.
Σε όλη την Ευρώπη αυτό είναι σημαντικό πρόβλημα, αλλά στην Ελλάδα η επίπτωση του πληθωρισμού είναι βαρύτερη. Και αυτό διότι τα εισοδήματα είναι πολύ χαμηλότερα από τα ευρωπαϊκά. Φανταστείτε ότι ένας μεγάλος μισθός, π.χ. 7.000 ευρώ, με πληθωρισμό 10% χάνει αγοραστική δύναμη 700 ευρώ, πολύ περισσότερο σε απόλυτο ποσό από τα 70 ευρώ απώλειας αγοραστικής δύναμης που έχει ένας μισθός των 700 ευρώ.
Ωστόσο, ο μισθωτός των 700 ευρώ που χάνει 70 ευρώ δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του για στέγαση και διατροφή, ενώ ο μισθωτός των 7.000 ευρώ χάνει, ας πούμε, το «παντεσπάνι» του. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τους μισθούς στην Ελλάδα σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς. Και μπορεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση να τρέμουν το σπιράλ ανόδου τιμών – μισθών, το οποίο πυροδοτεί νέες πληθωριστικές αυξήσεις, όμως όταν ο βασικός μισθός είναι τόσο χαμηλά, δεν είναι δυνατόν να μη δοθούν ενισχύσεις.
Είναι φυσικό ότι οι ενισχύσεις που θα αναγκαστεί να ξαναδώσει η κυβέρνηση σύντομα στους χαμηλόμισθους θα προκαλέσουν έλλειμμα και το έλλειμμα θα προκαλέσει χρέος. Το πόσο βαριά θα είναι η επίπτωση στα δημόσια οικονομικά θα εξαρτηθεί και από τα τουριστικά έσοδα. Και φυσικά τα έσοδα του Προϋπολογισμού από τους φόρους στις αυξημένες τιμές των καυσίμων θα καλύψουν μέρος των δαπανών για αυξήσεις μισθών.
Ο πληθωρισμός του 10% είναι υψηλός για την Ελλάδα, αλλά το κράτος φαίνεται ότι έχει τη δυνατότητα να τον αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή. Και η κυβέρνηση πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία για αυξήσεις των χαμηλών μισθών και συντάξεων για να κλείσει δύο ψαλίδες: πρώτον, την ψαλίδα της εσωτερικής ανισότητας και, δεύτερον, την ψαλίδα της διαφοράς του ελληνικού μισθού από τον ευρωπαϊκό. Σημειώνεται ότι τα περιθώρια αύξησης των μισθών τα έχει δώσει και η υπερδεκαετής ελληνική κρίση, όταν ο ονομαστικός μισθός μειώθηκε κατά 12% από το 2010 μέχρι το 2020.
Τα μέτρα λοιπόν αντιμετώπισης της ακρίβειας είναι το βασικό όπλο που διαθέτει η ελληνική κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, που είναι ο πληθωρισμός και όχι οι ελλείψεις ενέργειας.
Κατά τα άλλα, οι αποφάσεις που αφορούν τα επιτόκια και τον περιορισμό της κυκλοφορίας του χρήματος λαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αφορούν όλες τις χώρες της Ε.Ε.
Και παρόλο που τόσο οι κεντρικοί τραπεζίτες όσο και οι πολιτικοί ηγέτες εμφανίζονται διστακτικοί στο να αυξήσουν τα επιτόκια, φοβούμενοι την ύφεση ή τον στασιμοπληθωρισμό, αναγκαστικά θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο που διαθέτουν για να περιορίσουν τον πληθωρισμό.
Τελικά, λοιπόν, το βιοτικό επίπεδο των ελληνικών νοικοκυριών και κατ’ επέκταση και η πολιτική σταθερότητα θα εξαρτηθούν τον χειμώνα που έρχεται από τους χειρισμούς της κυβέρνησης έναντι του πληθωρισμού, δηλαδή από τις εισοδηματικές ενισχύσεις προς τους χαμηλόμισθους και από τον έλεγχο της κερδοσκοπίας.