Τα τελευταία οικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός στην Ευρώπη είναι πλέον σε πορεία αποκλιμάκωσης, καθώς και ότι είναι πιθανόν η Ευρωζώνη να αποφύγει την οικονομική ύφεση. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και διεθνώς. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένεται να αναπροσαρμόσει προς το καλύτερο τις προβλέψεις του για την παγκόσμια οικονομία, ενώ και οι περισσότερες εκτιμήσεις αναλυτών και οικονομολόγων αλλάζουν στην ίδια κατεύθυνση.
Η κατάσταση όμως θα παραμείνει δύσκολη και το 2023, ειδικά για την Ελλάδα, όπου οι συνθήκες θα αλλάξουν μέσα στη χρονιά. Μπορεί ο πληθωρισμός να υποχωρεί, αλλά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα τουλάχιστον για την επόμενη διετία, κάτι που σημαίνει ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Η καλοκαιρία στην Ευρώπη τους προηγούμενους μήνες οδήγησε χαμηλότερα τις τιμές της ενέργειας και βοήθησε την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, αλλά τα θεμελιώδη και οι τάσεις δεν έχουν αλλάξει. Η αβεβαιότητα θα παραμείνει. Οι προηγούμενες προβλέψεις έκαναν λόγο για πληθωρισμό γύρω στο 6% στην Ευρώπη το 2023, από το επίπεδο του 10% που έφτασε το 2022.
Έχουμε δει στην Ελλάδα ότι οι τιμές στα αγαθά βασικής κατανάλωσης (τρόφιμα κ.ά.) αυξάνονται με ρυθμό υπερδιπλάσιο από τον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή, οπότε, εάν τα σενάρια αυτά επιβεβαιωθούν, θα έχουμε το 2023 πληθωρισμό γύρω στο 5% (τόσο προβλέπει ο προϋπολογισμός) και ανατιμήσεις στα βασικά αγαθά γύρω στο 10%-15%.
Επομένως, μέσα σε μια διετία οι αυξήσεις τιμών θα έχουν φτάσει γύρω στο 30%-40% για πολλά αγαθά και αντίστοιχη θα είναι η μείωση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών. Ειδικά των νοικοκυριών μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος που δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους για τρόφιμα και άλλες βασικές ανάγκες.
Το γεγονός ότι οι τιμές στα τρόφιμα και σε άλλα βασικά αγαθά αυξάνονται με τέτοιον ρυθμό αντανακλά την ολιγοπωλιακή δομή της ελληνικής αγοράς και την έλλειψη ανταγωνισμού σε ορισμένες επιμέρους αγορές. Εμμέσως το παραδέχθηκε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου την περασμένη Δευτέρα, όταν είπε ότι ένας από τους λόγους που απορρίπτει μέτρα όπως η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα είναι ότι η μείωση του φόρου δεν θα περάσει στις τιμές στην αγορά. Ανάλογα μέτρα, όμως, έχουν εφαρμοστεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Ισπανία, όπου μηδενίστηκε ο ΦΠΑ στα τρόφιμα, καθώς προφανώς στη χώρα αυτή ο ανταγωνισμός λειτουργεί καλύτερα και υπάρχουν αποτελεσματικοί έλεγχοι στην αγορά.
Στην ίδια συνέντευξη Τύπου ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στην πιθανότητα να δημιουργηθούν στον κρατικό προϋπολογισμό περιθώρια (ο λεγόμενος δημοσιονομικός χώρος) για να δοθούν ενισχύσεις στους πολίτες δημιουργώντας προσδοκίες, χωρίς όμως να δεσμευτεί για κάτι τέτοιο.
Το βέβαιο όμως είναι ότι μέσα στη χρονιά το δημοσιονομικό περιβάλλον θα είναι αρκετά διαφορετικό. Το 2022 η αύξηση του ΑΕΠ υπολογίζεται ότι θα διαμορφωθεί τελικά στο 5,5%-6% ενώ υπήρχαν κάποια περιθώρια στον προϋπολογισμό, τα οποία δημιουργήθηκαν από τα αυξημένα φορολογικά έσοδα, καθώς ανάμεσα σε άλλα ο ΦΠΑ υπολογίζεται ως ποσοστό στις υψηλότερες τιμές των ίδιων αγαθών.
Ο δε κρατικός προϋπολογισμός θα κλείσει με έλλειμμα. Το 2023, όμως, προβλέπεται ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι γύρω στο 1% και ο προϋπολογισμός θα πρέπει να εμφανίσει πλεόνασμα προτού υπολογιστούν οι δαπάνες για τόκους (πρωτογενές πλεόνασμα). Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστούν παρεμβάσεις ύψους περίπου 3,5 δισ. ευρώ, οπότε είναι ένα ερώτημα κατά πόσο θα δημιουργηθούν αυτά τα «δημοσιονομικά» περιθώρια.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι ακόμα και στο καλύτερο δυνατό σενάριο το 2023 θα είναι μια δύσκολη χρονιά, ειδικά για τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα που υφίστανται και τη μεγαλύτερη πραγματική μείωση του εισοδήματός τους. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η «εικόνα» που υπάρχει σήμερα θα είναι διαφορετική στο δεύτερο εξάμηνο, μετά τις εκλογές.
Ένα από τα θετικά που ενδεχομένως αναμένονται το επόμενο διάστημα, πιθανόν μετά τις εκλογές, είναι η λεγόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής δυνατότητας του Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή η μετάταξη των ελληνικών ομολόγων στην επενδυτική κατηγορία (από την κατηγορία «σκουπίδια» όπου βρίσκονται σήμερα).
Κάτι τέτοιο θα αλλάξει μεν προς το θετικότερο την εικόνα της ελληνικής αγοράς, θα διευκολύνει την προσέλκυση επενδύσεων και θα μειώσει το κόστος δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες και τις μεγάλες εταιρείες, αλλά δεν θα μεταβάλει τις συνθήκες για το μεγαλύτερο τμήμα της μεσαίας τάξης που πληρώνει τα σπασμένα του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια.