search icon

Γνώμες

Εκτός θέματος η κυβέρνηση για τις επενδύσεις

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ξένες επενδύσεις για τις οποίες πανηγυρίζει η κυβέρνηση είναι βραχυπρόθεσμες και κερδοσκοπικές και ότι ούτε οι Ελληνες ούτε οι ξένοι επενδύουν με μακροχρόνια ορίζοντα σε παραγωγικούς κλάδους

Την περασμένη Τετάρτη, ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης ανέβηκε στο βήμα της συνδιάσκεψης με θέμα την επαναβιομηχανοποίηση της χώρας που οργάνωσε η Ελληνική Ενωση Επιχειρήσεων (ΕΕΝΕ) και δήλωσε ότι η αποβιομηχάνιση της χώρας είναι μύθος.

Αγνόησε τελείως τα στοιχεία που παρουσίασε το ΙΟΒΕ και δείχνουν ότι «τα μερίδια της μεταποίησης στα βασικά μεγέθη της οικονομίας συνεχίζουν να υπολείπονται σημαντικά από τον μέσο όρο της Ε.Ε. των “27”. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή της εγχώριας μεταποίησης στο ΑΕΠ (8,7%) είναι η τέταρτη χαμηλότερη ανάμεσα στα κράτη-μέλη, ενώ η συμμετοχή της στη συνολική απασχόληση (9,9%) είναι η πέμπτη χαμηλότερη. Αντίστοιχα, οι επενδύσεις του εγχώριου τομέα ως ποσοστό της ΑΠΑ ανήλθαν σε 14,5% το 2022, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν 23,2%». Αγνόησε έτσι επιδεικτικά όχι μόνο την οπτική γωνία των επιχειρηματιών και του ΙΟΒΕ, αλλά και την ύπαρξη τελικά του πραγματικού προβλήματος, την οποία επισημαίνουν όλοι οι επιχειρηματικοί φορείς. Οι φορείς ήταν, πέραν της διοργανώτριας ΕΕΝΕ, ο ΣΕΒ, το ΕΒΕΑ, ο Σύνδεσμος Χημικών Βιομηχανιών, η Ελληνική Παραγωγή, η ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ μας, ο ΣΒΕ, το Nαυτικό Επιμελητήριο, η ΓΣΕΕ, το ΙΟΒΕ, το ΙΝΣΕΤΕ και πολλοί άλλοι που εκπροσωπούν επαγγελματικές και ερευνητικές ομάδες.

Σημειώνεται ότι δεν υπήρχε ίχνος αντιπολιτευτικής διάθεσης στη συνδιάσκεψη, πράγμα το οποίο ξεκαθάρισε στην εισαγωγική του ομιλία ο πρόεδρος της ΕΕΝΕ Χριστιανός Χατζημηνάς, ο οποίος αναγνώρισε την επιτυχία της κυβέρνησης στη δημοσιονομική πολιτική. Κι όμως, ο υπουργός αγνόησε όχι μόνο τις προτάσεις που υπεβλήθησαν για την εφαρμογή μιας βιομηχανικής πολιτικής που θα έχει αποτέλεσμα, αλλά και την ύπαρξη του προβλήματος.

Αυτή η αδιαφορία της κυβέρνησης για τα αιτήματα των επαγγελματιών, αλλά και των στοιχείων που παραθέτουν θεσμοί απολύτως αξιόπιστοι, όπως είναι το σημαντικότερο κέντρο οικονομικών και βιομηχανικών ερευνών της χώρας, το ΙΟΒΕ, θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν για κλάματα.

Δεν έχει νόημα καν η συζήτηση όταν ο ένας συνομιλητής, ο σημαντικότερος, διότι σε αυτόν απευθύνονται όλοι οι υπόλοιποι για να πάρει μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος, αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη του προβλήματος. Νόημα θα είχε η συζήτηση αν ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης και αρμόδιος για το ζήτημα υπουργός απαντούσε στους φορείς ότι μελέτησε τις προτάσεις τους και τις απέρριψε, εξηγώντας τους λόγους, ότι, π.χ., δημιουργούν μεγάλο δημοσιονομικό κόστος ή δημιουργούν στρεβλώσεις ή δεν εντάσσονται στους κυβερνητικούς στόχους. Τίποτα από αυτά δεν απάντησε, όμως, απλώς απέρριψε το πρόβλημα και είπε ότι γνωρίζει τις προτάσεις και θα τις μελετήσει. Τι ακριβώς θα μελετήσει; Οι προτάσεις αυτές δεν είναι σημερινές, επαναλαμβάνονται στην πλειονότητά τους συστηματικά και ξεχωριστά από τον κάθε φορέα, επί χρόνια, πολλές, δε, αποτελούν κλασικά μέτρα αναπτυξιακής πολιτικής και έχουν χρησιμοποιηθεί επανειλημμένως στο παρελθόν, τόσο στο εξωτερικό όσο και στη χώρα μας.

Μεταξύ των προτάσεων είναι και νέες ιδέες που συνδυάζουν αφενός τις απαιτήσεις των επιχειρηματιών, αφετέρου τις ανάγκες των εργαζομένων, αλλά ταυτόχρονα λαμβάνουν υπόψη τους και τις δημοσιονομικές ανάγκες του κράτους. Κι αυτό διότι η ΕΕΝΕ ζήτησε από το ΙΟΒΕ να μελετήσει τις επιπτώσεις που θα έχει η εφαρμογή αυτών των προτάσεων στην οικονομία και η μελέτη του ΙΟΒΕ απέδειξε ότι θα έχουν πολύ θετικές επιπτώσεις. Το ΙΟΒΕ μελέτησε δύο σενάρια για τις επιπτώσεις που θα είχε η υιοθέτηση των προτάσεων. Στο βασικό σενάριο, αν υιοθετούνταν οι προτάσεις, η παραγωγικότητα θα αυξανόταν 1% στη δεκαετία, το ΑΕΠ κατά 1,6 δισ. ευρώ ετησίως και οι θέσεις εργασίας κατά 17.000. Στο αισιόδοξο σενάριο η παραγωγικότητα θα αυξανόταν 10% στη δεκαετία, το ΑΕΠ κατά 9,6 δισ. ετησίως και οι θέσεις εργασίας κατά 128.000.

Ο διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, εξήγησε με απλά λόγια ότι στόχος είναι ο ρυθμός ανάπτυξης, που σήμερα κυμαίνεται στο 2%, να μην υποχωρήσει προς το 1% αλλά να κινηθεί προς το 3% και εξήγησε γιατί αυτή η μία μονάδα αύξησης του ΑΕΠ, όπως και η αντίστοιχη αύξηση της παραγωγικότητας, θα έχουν τεράστια θετική επίπτωση στην οικονομία.

Είναι επίσης σημαντικό ότι η ΕΕΝΕ κατάφερε να συγκεντρώσει για πρώτη φορά σε μια κοινή συνδιάσκεψη όλους τους επιχειρηματικούς φορείς μαζί με τα ερευνητικά ιδρύματα και τους εκπροσώπους των εργαζομένων, ξεκαθαρίζοντας προς την κυβέρνηση ότι στη συνδιάσκεψη αυτή αναζητούνται εφικτές λύσεις που θα ενισχύσουν τις επενδύσεις, την παραγωγή, τις εξαγωγές, την παραγωγικότητα και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάπτυξη. Το ότι η κυβέρνηση κωφεύει συστηματικά στις προτάσεις όλων των παραγωγικών φορέων προκαλεί εύλογο προβληματισμό.

Η ουσία του ζητήματος είναι ότι η χώρα έχει τεράστιο και αυξανόμενο πρόβλημα στο εξωτερικό ισοζύγιο διότι η ελληνική παραγωγή είναι χαμηλή, με αποτέλεσμα να εισάγουμε τα πάντα και να εξάγουμε λίγα. Για να λυθεί το πρόβλημα χρειάζεται αύξηση παραγωγής, συνεπώς επενδύσεις στην τεχνολογία, στη βιομηχανία και στη μεταποίηση. Και για να γίνουν επενδύσεις πρέπει το κράτος όχι να δίνει επιδοτήσεις και δωράκια, αλλά να άρει τα εμπόδια με τα οποία έχει η δημόσια διοίκηση ναρκοθετήσει το επιχειρηματικό περιβάλλον. Ολοι οι φορείς ζητούν διακοπή των επιδοτήσεων, άρση των αντικινήτρων και δημιουργία κινήτρων ώστε ο ιδιωτικός τομέας να έχει συμφέρον να επενδύσει.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι ξένες επενδύσεις για τις οποίες πανηγυρίζει η κυβέρνηση είναι βραχυπρόθεσμες και κερδοσκοπικές και ότι ούτε οι Ελληνες ούτε οι ξένοι επενδύουν με μακροχρόνια ορίζοντα σε παραγωγικούς κλάδους. Τα πράγματα είναι απλά. Το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα είναι πολύ αρνητικό για τις επενδύσεις και η χώρα χάνει τις παραγωγικές της δυνατότητες.

Αντί, λοιπόν, να αγνοεί το πρόβλημα η κυβέρνηση, θα έπρεπε να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της τις προτάσεις των επιχειρηματιών και των επιστημόνων και να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό για τις παραγωγικές επενδύσεις περιβάλλον.

Exit mobile version