Είναι εντυπωσιακό ότι σε μια τόσο μακρά προεκλογική περίοδο γεμάτη γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας, ανατροπές, εκπλήξεις, ένταση και «τοξικό κλίμα», το πολιτικό σκηνικό παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο.
Από τις εκλογές του 2019, αλλά και νωρίτερα, σχεδόν από την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας, δεν έχει σημειωθεί κάποια ανατροπή. Η Ν.Δ. διατηρεί την πρώτη θέση, έχοντας υποστεί ήπια φθορά ως κόμμα που ασκεί την εξουσία και διεκδικεί την αυτοδυναμία στον δεύτερο εκλογικό γύρο, αφού στον πρώτο η απλή αναλογική αφήνει παράθυρο μόνο για κυβερνήσεις συνεργασίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κρατά τη δεύτερη θέση, γνωρίζοντας μια σημαντική και ταυτόχρονα δυσεξήγητη, για κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποσυσπείρωση. Μέχρι τις κάλπες μάλλον θα βελτιώσει τις επιδόσεις του, αλλά η σειρά δεν θα αλλάξει. Το ΠΑΣΟΚ υπό τη νέα ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη ξεκίνησε δυναμικά, γεμίζοντας αισιοδοξία τα απογοητευμένα στελέχη του, αλλά η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Υποχώρησε προς τα μονοψήφια και αποτελεί το μεγάλο ερωτηματικό των εκλογών, καθώς δέχεται την πίεση της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο «μεγάλους». Από κει και κάτω, το ΚΚΕ παραμένει όπως πάντα στις δυνάμεις του, ο Κυριάκος Βελόπουλος μάλλον θα βελτιώσει τη θέση του, επωφελούμενος και από το «μπλόκο» της κυβέρνησης στο κόμμα Κασιδιάρη. Τέλος, ο Γιάνης Βαρουφάκης κινείται οριακά στο 3% και πιέζεται κυρίως από τον Αλέξη Τσίπρα. Ωστόσο, η είσοδος ή μη του ΜέΡΑ25 στη Βουλή έχει μεγάλη σημασία για το πώς μπορεί να φτάσουμε σε κυβέρνηση συνεργασίας από την πρώτη κάλπη ή στην αυτοδυναμία της Ν.Δ. με τη δεύτερη.
Η δημοσκόπηση της Marc που δημοσίευσε την Κυριακή 12-2-2023 το «ΘΕΜΑ» και η οποία διερευνά, για πρώτη φορά, την πρόθεση ψήφου ξεχωριστά για τους δύο εκλογικούς γύρους είναι προδήλως διαφωτιστική για τις πολιτικές εξελίξεις των επομένων μηνών. Καταρχάς, η αφαίρεση από την εκλογική εξίσωση στην Ελλάδα της τουρκικής απειλής, εξαιτίας του καταστροφικού σεισμού, επιτρέπει στον Μητσοτάκη να διαλέξει τον ακριβή χρόνο που θα στήσει τις κάλπες, ανάλογα με ποια ημερομηνία θεωρεί ευνοϊκότερη για τον ίδιο.
Ετσι η βεβαιότητα για την 9η Απριλίου άρχισε να κλονίζεται και η 14η ή 21η Μαΐου μπήκε στο τραπέζι των συζητήσεων. Είναι λογικό εκείνος που γνωρίζει το πότε θα στηθούν οι κάλπες να προετοιμάσει καλύτερα την εκλογική του τακτική και τη χρήση των «όπλων» του. Δεύτερον, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση πως αν δεν σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας την πρώτη Κυριακή, οι επαναληπτικές θα ενισχύσουν τα δύο κόμματα εξουσίας σε βάρος των μικρότερων, ενώ θα κερδίσουν και τους περισσότερους από τους ψηφοφόρους που σήμερα εμφανίζονται αναποφάσιστοι.
Στο ερώτημα αν η «πόλωση» μπορεί να αλλάξει τη σειρά ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Και αυτό δεν είναι συμπέρασμα μόνο της παρούσας δημοσκόπησης, αλλά και όλων όσων έχουν γίνει την τελευταία τετραετία από όλες τις εταιρείες. Τα λεγόμενα «ποιοτικά στοιχεία» του γκάλοπ εξηγούν το γιατί.
Ο Αλέξης Τσίπρας στην προσπάθειά του να επιτύχει την ανατροπή έχει ρίξει στο τραπέζι όλα τα χαρτιά που είχε στη διάθεσή του. Την υπόθεση των υποκλοπών (που ο ίδιος ο Μητσοτάκης ομολόγησε ότι είναι το «μεγάλο λάθος»), τα μικρά ή μεγαλύτερα «σκάνδαλα» βουλευτών ή στελεχών της Ν.Δ., άσκησε αυστηρή προσωπική κριτική στον πρωθυπουργό, που έφτασε στα όρια του χυδαίου, αξιοποίησε όλα τα μεγάλα θέματα της επικαιρότητας (πανδημία, ακρίβεια, ενεργειακή κρίση) και τέλος υποσχέθηκε σε όλους πολύ περισσότερα από εκείνα που δίνει ο Μητσοτάκης.
Εκείνο που δεν κατανόησε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ο πρωθυπουργός είναι μεν ευάλωτος σε πολλά σημεία της πολιτικής του, αλλά το πρόβλημα το έχει ο ίδιος ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπορεί να πείσει. Ισως επειδή «η μια φορά Αριστερά» ήταν αρκετή για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης, ίσως γιατί το πολιτικό κεφάλαιο που χάνει ένας ηγέτης δύσκολα αναπληρώνεται, ίσως γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν άλλαξε ούτε πρόσωπα, ούτε πολιτικές, ή επειδή η κοινωνία τρομάζει με συνθήματα τύπου Σπίρτζη: «Δημοκρατία με το καλό ή το άγριο».
Αυτή τη στιγμή, δύο-τρεις μήνες πριν από τις εκλογές, τίποτα δεν μοιάζει αρκετό για να ανατρέψει τη ροή των πολιτικών εξελίξεων. Τίποτα εκτός από εκείνο που δεν φαίνεται και δεν μπορούν να «μετρήσουν» οι δημοσκοπήσεις.
Δηλαδή τη «χαλαρότητα» των ψηφοφόρων της Ν.Δ. που θα προτιμήσουν να μείνουν σπίτι τους, λόγω αφενός της… βεβαιότητας για τη νίκη και αφετέρου λόγω της σιωπηρής δυσφορίας για τις αυξήσεις στις συντάξεις που δεν δόθηκαν ή για τους πλειστηριασμούς που επιστρέφουν προεκλογικά.
Το Μέγαρο Μαξίμου πρέπει να προσέξει τη διπλή παγίδα της «βεβαιότητας» και της «απογοήτευσης» των… δικών της ψηφοφόρων αν θέλει να αποφύγει τις εκπλήξεις.