Μπορεί η κυβέρνηση, με κάθε ευκαιρία, να επαίρεται για τις επιτυχίες της στον οικονομικό τομέα, προβάλλοντας την ανάπτυξη που κινείται πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, τη μείωση της ανεργίας κάτω από 10% αλλά και των φόρων, την αύξηση των εσόδων από φόρους λόγω της μείωσης της φοροδιαφυγής αλλά και τις επενδύσεις που σε μεγαλύτερο βαθμό οφείλονται στο Ταμείο Ανάκαμψης και τα κοινοτικά προγράμματα ΕΣΠΑ, υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι δείκτες που είναι αναντίστοιχοι στην εικόνα που θέλουν να παρουσιάσουν.

Δείκτες που αποφεύγονται να σχολιαστούν και να προβληθούν για ευνόητους λόγους, αλλά έχουν τη σημασία και τις επιπτώσεις τους στις ζωές όλων μας. Ένας από αυτούς, είναι το περίφημο εμπορικό έλλειμμα. Δηλαδή, η διαφορά ανάμεσα στην αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών μας που ουσιαστικά εμφανίζει τον πλούτο που φεύγει από τη χώρα και δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων. Μόνο τον Σεπτέμβριο το εμπορικό έλλειμμα ξεπέρασε τα 3 δισ. ευρώ κι έτσι αυτό εκτοξεύτηκε στα 25,1 δισ. ευρώ στο 9μηνο με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Τι σημάνει με απλά λόγια αυτό; Πως έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για την αύξηση της παραγωγής ανταγωνιστικών ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών που θα αντισταθμίσουν κάποια στιγμή τις υποχρεωτικά αναγκαίες εισαγωγές προϊόντων που δεν παράγουμε εμείς.

Ένας άλλος δείκτης που δείχνει πως παρά την ανάπτυξη οι Έλληνες δεν έχουν δει ανάλογη βελτίωση στα οικονομικά τους είναι οι μέσοι μισθοί που παρ’ όλες τις τονωτικές ενέσεις, πόρρω απέχουν από τον μέσο όρο της ΕΕ και γι’ αυτό μας κατατάσσουν στην προτελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ. Επιπρόσθετα έχει τη σημασία του και το γεγονός της μειούμενης αγοραστικής δύναμης λόγω της ακρίβειας και του πληθωρισμού που κι αυτός κινείται πολύ πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό πληθωρισμό.

Μέσα στις αρνητικές πρωτιές της χώρας μας είναι και ένας άλλος δείκτης όπως καταγράφεται από τον ΟΟΣΑ αναφορικά με τους έμμεσους φόρους. Όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση, τα φορολογικά έσοδα διαμορφώθηκαν στο 39,8 % του ΑΕΠ το 2023 όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ διαμορφώθηκε στο 33,9%. Το δε μεγαλύτερο μέρος αυτών των φόρων(40%) προέρχονται από την κατανάλωση όπου είμαστε πρωταθλητές και με ΦΠΑ από τους υψηλότερους ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ.

Και, τέλος, άλλος ένας δείκτης που καταρρίπτει την εικόνα που είχαμε όλοι μας για τις επιδόσεις της χώρας στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών καθώς στα τελευταία χρόνια έχουμε δει μια πλειάδα έργων ψηφιοποίησης τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Η ευνοϊκή συγκυρία με το Ταμείο Ανάκαμψης να προσφέρει τεράστια κεφάλαια για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας, πιστέψαμε πως αυτή μας η προσπάθεια θα μας κατατάξει σε μια υψηλή θέση ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Κι αυτό όχι μόνο δεν συμβαίνει αλλά βρισκόμαστε και πάλι στις τελευταίες θέσεις κι αυτό μόνο απογοήτευση δημιουργεί αφού αποδεικνύεται πως οι προσπάθειες δεν είναι επαρκείς και κάποιες από αυτές κρίνονται ως αναποτελεσματικές. Με βάση λοιπόν τα στοιχεία της έκθεσης “OECD Digital Economy outlook 2024”, η χώρα μας κατέγραψε από τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κλάδο ICT το 2023. Στον τομέα αυτό η χώρα μας κατατάσσεται στην προτελευταία θέση, με τελευταία τη Σλοβακία, με ανάπτυξη 3,98% όταν ο μέσος όρος των υπολοίπων διαμορφώθηκε στο 7,65%!

Μπορεί αυτές οι αρνητικές επισημάνσεις να μην είναι και προς θάνατον, πλην όμως δείχνουν πως η απόσταση μας από τις αναπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ συνεχώς αποκλίνει αντί να συγκλίνει.

Κι εμείς εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό μας, ψάχνοντας τον μονόφθαλμο, αναλωνόμαστε με τον θρυμματισμό του ΣΥΡΙΖΑ, τις ανεδαφικές εμμονές των ακροδεξιών μορφωμάτων και τον «υπερπατριωτισμό» του Σαμαρά που μόνο αυτός υπερασπίζεται την πατρίδα και όλοι οι άλλοι είναι μειοδότες ή και προδότες για… εκτελεστικό απόσπασμα!