Η αλήθεια είναι ότι ενόχλησε πολλούς στον ΣΥΡΙΖΑ η διαπίστωση του ευρωβουλευτή Στέλιου Κούλογλου ότι Τσίπρας και Μητσοτάκης αναδείχθηκαν «ισόπαλοι» στη ΔΕΘ.
Μπορεί ως στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ να έκανε μια άστοχη παρέμβαση, αλλά με αντικειμενικούς όρους υπήρξε εξαιρετικά γενναιόδωρος προς τον αρχηγό του.
Από καμία δημοσκόπηση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτή της Marc, που δημοσίευσε την Κυριακή το «ΘΕΜΑ», δεν προκύπτει ισοπαλία. Αντίθετα, φαίνεται πως μετά το μέσον της θητείας της η κυβέρνηση εξακολουθεί να διατηρεί άνετο προβάδισμα που ξεπερνά κατά 4 μονάδες περίπου εκείνο των εκλογών του 2019.
Αλλά και στα λεγόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά η κατάσταση δεν είναι διαφορετική. Η κυβέρνηση είναι αποδεκτή σχεδόν από το 47% της κοινής γνώμης, ποσοστό πολύ υψηλότερο από εκείνο που λέει ότι θα ψηφίσει Ν.Δ. αν αύριο γίνουν εκλογές. Αντίθετα, για την αξιωματική αντιπολίτευση οι θετικές γνώμες περιορίζονται στο 23,2%, πολύ κοντά στο ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Το προφανές συμπέρασμα αυτής της διαφοράς είναι ότι η κυβέρνηση έχει μια αρκετά μεγάλη δεξαμενή πιθανών ψηφοφόρων, από τους οποίους μπορεί να διεκδικήσει και να πάρει ένα μέρος, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου οι εφεδρείες βρίσκονται πολύ χαμηλά.
Φυσικά στην πολιτική τα πράγματα δεν είναι στατικά. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μπορεί να δημιουργηθεί μια δυναμική που θα ανατρέψει το σκηνικό. Προς το παρόν όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ο Μητσοτάκης θεωρείται καλύτερος από τον Τσίπρα, το πρόγραμμα που εξήγγειλε είναι καλύτερο και πιο ρεαλιστικό από εκείνο του αντιπάλου του και μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τα βασικά προβλήματα της χώρας, από την οικονομία και την υγειονομική κρίση μέχρι την κλιματική αλλαγή και τα εθνικά θέματα.
Τα συμπεράσματα αυτά δεν στηρίζονται μόνο στα ευρήματα της σημερινής δημοσκόπησης, αλλά στο σύνολο των γκάλοπ που πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Και είναι βέβαιο πως εάν η Κουμουνδούρου είχε αντίθετα στοιχεία, από δικές της δημοσκοπήσεις, δεν θα δίσταζε να τα παρουσιάσει και να τα υποστηρίξει δημοσίως.
Στον ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν τις αδυναμίες τους και γι’ αυτό ενοχλήθηκαν τόσο πολύ από την… ομολογία Κούλογλου ότι κάτι εξακολουθεί να μην πηγαίνει καλά στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υπάρχει πρόβλημα στον πολιτικό προσανατολισμό, στο πρόγραμμα, στη συνοχή της ηγετικής ομάδας, στα στελέχη και τελικά στον αρχηγό. Μόνο και μόνο η ανάγκη στοχευμένης αντεπίθεσης για τη μεσαία τάξη και τον «ήλιο του παλιού ΠΑΣΟΚ πάνω από την Ελλάδα» δείχνει την πολιτική και προγραμματική ένδεια της Κουμουνδούρου. Η μεσαία τάξη, την οποία έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την εξαφανίσουν όσο ήταν στην κυβέρνηση, και το ΠΑΣΟΚ, που την εποχή της παντοδυναμίας τους αγνοούσαν προτιμώντας τον Πάνο Καμμένο από την απέναντι όχθη, δεν μπορούν τώρα να αποτελούν τους νέους στόχους.
Συλλογική αμνησία υπάρχει στη χώρα μας, αλλά όχι και τόσο πολύ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η τοποθέτηση Κούλογλου δίχασε τον ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί στράφηκαν εναντίον του, αλλά και ορισμένοι, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, εμμέσως πλην σαφώς τον στήριξαν. Δεν είναι η πρώτη φορά, δεν είναι το μοναδικό θέμα. Στο βάθος, κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται για την αμφισβήτηση του ίδιου του Τσίπρα, που δεν «τραβάει», αλλά που δεν υπάρχει και κανείς να τον διαδεχθεί. Μπορεί μετά τη ΔΕΘ να συσπείρωσε κάποιους από τους απογοητευμένους ψηφοφόρους, αλλά είναι πολύ λίγοι και ίσως πολύ αργά.
Φυσικά, η δημοσκόπηση χτυπάει καμπανάκι κινδύνου και για την κυβέρνηση.
Τα λάθη στη διαχείριση των καταστροφικών πυρκαγιών του καλοκαιριού και κυρίως τα λάθη στον ανασχηματισμό στοίχισαν περισσότερο και από την πανδημία. Η πτώση των 3,2 μονάδων είναι μεγάλη και το χειρότερο είναι ότι προκλήθηκε από τα δικά της λάθη. Μάλλον το έχουν καταλάβει και στο Μαξίμου και είναι έκδηλη η αγωνία να σταματήσει εδώ η πτώση. Πρέπει να γίνουν όμως και οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις.
Ανάλογος κίνδυνος εκδηλώθηκε και την περασμένη άνοιξη που αντιμετωπίστηκε. Το ίδιο πρέπει να γίνει και τώρα, για έναν ακόμη πρόσθετο λόγο: Το 2022 που έρχεται είναι κοντά στις εκλογές.