Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως χθες ο πρωθυπουργός έκανε κάτι πρωτότυπο. Υπήρξε ειλικρινής. Όχι τόσο για την προσωπική του οπτική ως προς τα πράγματα. Την απέχθεια του (ή πιο σωστά την εκπορευόμενη από άγνοια, αδιαφορία του) σε ο,τιδήποτε ιδιωτικό και παραγωγικό, τη γνωρίζουμε. Δυόμιση χρόνια ο ίδιος και η κυβέρνηση του ταλαιπωρούν την LAMDA Development για το Ελληνικό, την El Dorado Gold στις Σκουριές, ενώ όλοι θυμούνται την αντιπολίτευση προς τη Fraport, τη Socar κ.ο.κ.
Ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε όμως αληθινά για κάτι που όλοι γνωρίζουμε.
Για την ανυπαρξία εθνικού σχεδίου προσέλκυσης επενδύσεων.
Για την αδυναμία η Ελλάδα να γίνει ένα hub ξένων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα μονάχα «κομπραδόρικα» και κερδοσκοπικά κεφάλαια ή κυβερνήσεις κρατών με σαφή γεωστρατηγική κι όχι αναπτυξιακή για εμάς ατζέντα, να τοποθετούνται. Όλους αυτούς -ελλείψει άλλων – τους βαπτίζουμε ως επενδυτές κι «ανάσες» για την οικονομία.
Ας είμαστε όμως ρεαλιστές.
Το να τοποθετήσει ο οποιοσδήποτε ξένος όμιλος χρήματα σε μια χώρα που δεν έχει σταθερή οικονομία και – σημαντικότερο – φορολογία, που παραλύει κάθε δύο χρόνια από εκλογικές διαδικασίες ή δημοψηφίσματα, που η ανασφάλεια είναι θεσμός, το να βάλει κανείς χρήματα σε μια χώρα που απειλεί καθημερινά με γραφειοκρατία τον μέσο πολίτη, με ανομία που κοστίζει, με καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες ή με τη μη καταβολή των υποχρεώσεων του Κράτους στον ιδιωτικό τομέα, ισούται με το να κάνει χαρακίρι.
Με το να πετάει λεφτά από το παράθυρο.
Όταν μάλιστα υπάρχουν ανταγωνιστικές χώρες με παροχές προς τους επενδυτές όπως η Βουλγαρία που δίνει flat tax 10%, η Ελβετία της οποίας το ένα καντόνι ανταγωνίζεται φορολογικά και σε επίπεδο παροχών το άλλο κι εσχάτως η Τσεχία, η Πολωνία ακόμα και η Ουγγαρία, το να μιλάμε για επενδύσεις στην Ελλάδα είναι όμοιο με πρόσκληση προς τους πολυεθνικούς παίκτες να βάλουν τα χρήματα τους σε ένα τρελοκομείο.
Για παράδειγμα, με ενδιαφέρον παρακολουθώ ξένες πρεσβείες να λειτουργούν σαν εμπορικά γραφεία και να προωθούν την οικονομία τους με τρόπο οργανωμένο. Η πρέσβειρα του Ισραήλ Ιρίτ Μπεν-Άμπα, μιας χώρας πληθυσμιακά μικρότερης από τη δική μας, καθημερινά ενισχύει διαγωνισμούς καινοτομίας με στόχο την πρόσβαση σε ελληνικό know how και την απολύτως θεμιτή συνεργασία σε εμπορικό και τεχνολογικό επίπεδο των δύο κρατών. Ακόμα και το μακρινό Βιετνάμ διοργανώνει αποστολές ανοίγματος της οικονομίας του, όταν εμείς έχουμε διπλωμάτες – καρέκλας κι όχι καριέρας, που δεν κάνουν τίποτα άλλο πέραν των θεωρήσεων βίζας και της διαχείρισης μιας ακατανόητης γραφειοκρατίας. Οι εμπορικοί ακόλουθοι απλά δεν υπάρχουν, ενώ η σημερινή κυβέρνηση αντί να ενισχύει τον εθνικό καπιταλισμό διαρκώς τον καταγγέλλει.
Όταν ξένοι ηγέτες επισκέπτονται τρίτες χώρες μαζί τους έχουν σημαντικούς επιχειρηματίες. Όλοι γνώριζαν πως ο Ολάντ ή ο Σαρκοζί δεν ήταν μόνο πρόεδροι κρατών αλλά κι «έμποροι» μαχητικών, αεροδιαστημικής τεχνολογίας, καινοτομίας. Η Μέρκελ πάντοτε στις βαλίτσες της έχει τις γερμανικές επιχειρήσεις. Ο Αλέξης Τσίπρας ποιους άραγε προωθεί; Τον Καλογρίτσα; Ή τις τράπεζες που έκλεισε με το ακατανόητο δημοψήφισμα του; Όταν καθημερινά καταγγέλλει τις εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις και δεν δέχεται κανέναν επιχειρηματία στο Μαξίμου, για ποιες επενδύσεις μπορεί να μιλήσει;
Αντ’ αυτών, το εθνικό μας σχέδιο είναι το «τσίμπημα». Το χάχανο και η έκπληξη.
Αντί να πιστεύει ο Αλέξης Τσίπρας ως πρωθυπουργός μιας ρημαγμένης οικονομικά χώρας και με ανεργία 23% πως με στρατηγική και πειθώ προς τη διεθνή επενδυτική κοινότητα θα φέρει επενδύσεις, πως θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και τα νέα παιδιά δεν θα φεύγουν εκτός συνόρων, αυτός «τσιμπιέται» μόλις ακούει ότι μια πολυεθνική φέρνει επενδύσεις. Διερωτάται «μήπως με κοροϊδεύουν λέγοντας πως θα φέρουν 300 εκατ. ευρώ στη χώρα»;
Ας μην κρυβόμαστε λοιπόν. Αυτοί είμαστε και για τόσα αξίζουμε. Κι αν σύντομα δεν αλλάξουμε, αν δε δούμε σε βάθος τις παθογένειες, αν δεν κατανοήσουμε πως η Ελλάδα χάνει διαρκώς έδαφος έναντι ανταγωνιστικών κρατών, τότε θα έλθει μια ημέρα που την οικονομική καχεξία θα ακολουθήσει και κάτι πολύ χειρότερο.