Ένας Έλληνας, ένας δικός μας, ο Γιώργος Λάνθιμος κατορθώνει να είναι υποψήφιος όχι για ένα, ούτε για δύο. Για δέκα βραβεία Όσκαρ!
Η ταινία του – γιατί τα πρόσωπα βραβεύονται για ένα συνολικό έργο κι όχι αποσπασματικά – δια της πρωταγωνίστριας της Ολίβια Κόλμαν λαμβάνει το σημαντικό στην ιεραρχεία των Όσκαρ βραβείο α΄γυναικείου ρόλου. Μήπως ο Λάνθιμος δεν την σκηνοθέτησε την Κόλμαν; Αυτός δεν την …κοουτσάρισε για να βγάλει ό,τι καλύτερο είχε και να πάρει το χρυσό αγαλματίδιο;
Το όνομα του συμπατριώτη μας ακούγεται σε όλο τον πλανήτη ως ενός εκ των κορυφαίων σκηνοθετών της γενιάς του, ως μιας νέας προσωπικότητας επιπέδου Κουροσάβα ή Καουρισμάκι.
Κι αντί ως λαός να ενθουσιαστούμε, αντί να ευχαριστηθούμε για την επιτυχία του συμπατριώτη μας που μετά από γκρίζα χρόνια αναδεικνύει μια διαφορετική Ελλάδα, μια χώρα της δημιουργίας και του πολιτισμού, της κινηματογραφικής πρωτοπορίας, εδώ και μια ημέρα έχουμε πέσει να τον φάμε τον άνθρωπο.
Με πικρόχολα και χαιρέκακα αστειάκια λέμε πως “δεν τα κατάφερε”. Πως έτρεξε να αγκαλιάσει τον Κόλμαν για να πάρει λίγη από την αίγλη του Όσκαρ της. Πως “πάτωσε” και πως φάνηκε κατώτερος της περίστασης.
Ο άνθρωπος που τοποθέτησε την Ελλάδα στα BAFTA, στις Κάννες και στα Όσκαρ οφείλει να απολογηθεί στο πόπολο, στο μοντέρνο Ελλαδιστάν γιατί δεν πήρε η ταινία του περισσότερα του ενός Όσκαρ. Λες και κάθε χρόνο η χώρα μας έχει πλήθος υποψηφιοτήτων κι ο Λάνθιμος μας …ντρόπιασε. Όμως αυτοί είναι οι Έλληνες. Ή πιο σωστά αυτοί είναι ορισμένοι Έλληνες. Εκείνοι που στην κάθε επιτυχία βάζουν αστερίσκο. Που τη δική τους αποτυχία θέλουν να την επικαλύψουν με γκριζάρισμα των επιτυχιών των υπολοίπων. Ο φθόνος – δυστυχώς – εξακολουθεί να αποτελεί το εθνικό μας σπορ. Μια κακή συνήθεια που αμαυρώνει ό,τι καλό γίνεται.
Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο όλο αυτό.
Τα ίδια βρισίδια δεχόταν ο Νίκος Γκάλης στην ακμή του. Αντί να τον αποθεώνουμε που μας έφερε επιτυχίες και τίτλους, ορισμένοι στέκονταν τα τότε χρόνια στις “υπέρογκες αμοιβές του” και στον “κλειστό χαρακτήρα του”. Για να πάρει ένα γήπεδο το όνομα του πέρασαν 20 και πλέον χρόνια! Για τον μέγιστο Θόδωρο Αγγελόπουλο επίσης είχε χυθεί χολή καθώς όσοι δεν τον κατανοούσαν ήθελαν να τον κοντύνουν για να τον φέρουν στα χαμηλά μέτρα τους. Τον Μάνο Χατζιδάκι έφθασαν να τον κατηγορούν για τις σεξουλικές προτιμήσεις του αφού δεν είχαν κάτι να πουν για την τέχνη του. Ο μεγάλος Σκαλκώτας πέθανε στην αφάνεια καθώς το τότε μουσικό – ακαδημαϊκό κύκλωμα δεν τον αναγνώριζε, ενώ όσους έκαναν μεγάλες διεθνείς καριέρες όπως η Μαρία Κάλλας ή ο Δημήτρης Μητρόπουλος, στη χώρα μας τους πετροβολούσαμε ή τους αγνοούσαμε.
Αντιθέτως στη χώρα που ονομάζεται καμιά φορά δικαίως κι ως “Ψωροκώσταινα” αποθεώναμε τον κάθε μέτριο. Όλα τα προϊόντα της υποκουλτούρας γίνονται αντικείμενο θαυμασμού. Η κάθε σταρλετίτσα, η κάθε “σουσουράδα” ή κάποιοι αστέρες για τα μπάζα αυτόματα γίνονται σύμβολα. Η Ελλάδα είναι λοιπόν σαν να έχει ένα εθνικό κόμπλεξ κατωτερότητας. Ό,τι ανώτερο, ό,τι ποιοτικό αρνείται να το δεχθεί. Το πετροβολά. Και είμαι βέβαιως πως αν ο Λάνθιμος είχε κατορθώσει να πάρει ακόμα και 9 Όσκαρ, ήμασταν ικανοί να βγούμε και να τον καταγγείλουμε γιατί δεν πέτυχε το 10 στα 10.
ΥΓ: Σαν πράξη αντίστασης, σαν μια αντίδραση στον κακό μας χαρακτήρα, σαν μια πολιτική αντίδραση στην κακομοιριά που θέλουν να μας επιβάλουν, σας προτρέπω να δείτε την ‘Ευνοούμενη” του Λάνθιμου. Να αποδείξουμε στα box offices πως γνωρίζουμε να αποδίδουμε τιμή σε έναν άξιο συμπατριώτη μας. Η ταινία θα σας ανταμείψει. Ακόμα όμως κι αν δεν σας αρέσει, η επίσκεψη ας αποτελέσει φόρο τιμής σε έναν ξεχωριστό Έλληνα. Αξίζει τον κόπο.